wormhole
μεταφραστική ομάδα
Chris Ealham, Μια φανταστική γεωγραφία

Chris Ealham, Μια φανταστική γεωγραφία:
Ιδεολογία, αστικός χώρος και διαμαρτυρία στη δημιουργία της ”Chinatown”, 1835-1936.

Στο άρθρο του Chris Ealham θα διαβάσουμε για την Raval, μια συνοικία της Βαρκελώνης όπου η γεωγραφία του φανταστικού έρχεται σε σύγκρουση με την φανταστική γεωγραφία, επιβεβαιώνοντας την θέση του Henri Lefebvre για την δυαδικότητα της σύγχρονης πόλης: για κάποιους είναι ένας χώρος ευκαιριών, παιχνιδιού και απελευθέρωσης, ενώ για άλλους είναι ένα κέντροεξουσίας, ελέγχου και καταστολής.

Απο την μία πλευρά, στην συνοικία raval θα αναπτυχθεί ένας υψηλός βαθμός κοινωνικότητας, που τροφοδοτεί τους εργάτες με κοινές και αμοιβαίες πρακτικές ως απάντηση στα υλικά προβλήματα της καθημερινής ζωής, που μετην σειρά τους καλλιέργησαν εκτεταμένους κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ της κοινότητας. “Αυτοί οι άνθρωποι χωρίς αφέντη δεν είχαν ιδιαίτερη αίσθηση της αναβαλλόμενης ικανοποίησης. Ήταν μια τραχιά, επιθετική και διεκδικητική εργατική τάξη. Αυτή η αντίπαλη τάξη ήταν που προκαλούσε τρόμο στις καρδιές των αστικών ελίτ.”

Από την άλλη έχουμε μια στοχευμένη επίθεση στην κοινωνική οργάνωση της πόλης για την επιβολή ελέγχου στην τοπική εργατική τάξη, τόσο εντός όσο και εκτός του χώρου εργασίας. Το σχέδιο αυτό ξετυλίχθηκε προσεκτικά πρώτα με την συνδρομή του τύπου με την συγγραφή ψευδών/φανταστικών ειδήσεων για την κατασκευή της “άγριας γης” και του εσωτερικού εχθρού, ενώ στη συνέχεια ανέλαβαν οι “ειδικοί”, από γιατρούς που διαγνώνουν “άρρωστο” χώρο, έως πολεοδόμους αρχιτέκτονες που αναλαμβάνουν να “σκοτώσουν” τον δρόμο για να θεραπεύσουν τον “καρκίνο” μέσω της ”πλήρους αποστείρωσης” του ”εσωτερικού εχθρού” που κατοικούσε στη ”συνοικία των καταραμένων”.


Περίληψη:

Ο Henri Lefebvre κατάλαβε περίφημα τη δυαδικότητα της σύγχρονης πόλης το πώς για κάποιους είναι ένας χώρος παιχνιδιού και απελευθέρωσης και για άλλους ένα κέντρο εξουσίας και καταστολής.

Αυτό το άρθρο διερευνά αυτή τη δυαδικότητα μέσω μιας ανάλυσης της μεταβαλλόμενης ιστορικής γεωγραφίας της συνοικίας Raval της Βαρκελώνης, μιας εργατικής κοινότητας στο κέντρο της πόλης και γενέτειρας της καταλανικής εκβιομηχάνισης. Από τη δεκαετία του 1920 και μετά, ομάδες ελίτ και κοινωνικοί σχολιαστές όρισαν το Raval ως την ”Chinatown” της Βαρκελώνης, μια φαντασιακή γεωγραφία που εξακολουθεί να επηρεάζει τις ιστορικές αναπαραστάσεις της περιοχής. Μέσα από μια κοινωνική ιστορία του Raval, υποστηρίζεται ότι ο μύθος της ”Chinatown” εξυπηρετούσε συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς, ότι αποτελούσε μέρος ενός πολιτιστικού σχεδίου για την επιβολή ενός μύθου της φτωχογειτονιάς στην πιο σημαντική και πιο επαναστατική εργατική συνοικία της Βαρκελώνης.

Το άρθρο καταλήγει με μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο αυτή η ”ηθική γεωγραφία” κορυφώθηκε σε μακρόπνοα σχέδια για την ηθική και φυσική αναδιοργάνωση του Raval προς όφελος των αστικών ελίτ.

”Αχ Βαρκελώνη, αν ντρεπόσασταν, ούτε ένα σπίτι δεν θα έμενε όρθιο
[στην “Chinatown”].”

Rafael Nogueras i Oller, El Carrer del Migdia. Ωδή νούμερο 2 στη Βαρκελώνη

”[…] ο δημοκρατικός χαρακτήρας ενός καθεστώτος είναι αναγνωρίσιμος από τη στάση του απέναντι στην πόλη, τις αστικές “ελευθερίες” και την αστική πραγματικότητα, και επομένως απέναντι στον διαχωρισμό”.

Henri Lefebvre

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Henri Lefebvre έθιξε περίφημα τη δυαδικότητα της σύγχρονης πόλης. Το πώς για κάποιους είναι ένας χώρος ευκαιριών, παιχνιδιού και απελευθέρωσης, ενώ για άλλους είναι ένα κέντρο εξουσίας, ελέγχου και καταστολής. Το παρόν άρθρο διερευνά αυτή τη δυαδικότητα μέσω μιας ανάλυσης της μεταβαλλόμενης ιστορικής γεωγραφίας της συνοικίας Raval της Βαρκελώνης, μιας εργατικής κοινότητας στο κέντρο της πόλης και της γενέτειρας της καταλανικής βιομηχανικής επανάστασης.

Για τη Βαρκελώνη, οι δεκαετίες που ακολούθησαν τη δεκαετία του 1830 ήταν μια περίοδος ιλιγγιώδους επέκτασης του αστικού-βιομηχανικού χώρου, η οποία σήμαινε ότι μέχρι το 1930 η καταλανική πρωτεύουσα ήταν η μόνη ισπανική πόλη που είχε πληθυσμό πάνω από 1 εκατομμύριο κατοίκους.

Σε αυτή την απρογραμμάτιστη και ανεξέλεγκτη διαδικασία αστικοποίησης, νέες συνοικίες εμφανίστηκαν σχεδόν εν μία νυκτί, επινοημένες από κερδοσκόπους και ιδιοκτήτες ακινήτων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 και μετά, μια σειρά κοινωνικών σχολιαστών – δημοσιογράφοι, γιατροί, ιστορικοί, τοπικές αρχές, επιχειρηματικές ομάδες και ρεφορμιστές συνδικαλιστές ηγέτες – άρχισαν να μιλούν για ένα νέο τμήμα της πόλης – την Chinatown (Barrio Chino).

Ωστόσο, η Chinatown ήταν μια φανταστική γεωγραφία, κάτι που υπογραμμίστηκε παραστατικά από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις άλλες ”Chinatowns” του Λονδίνου και της Βόρειας Αμερικής, στην Chinatown της Βαρκελώνης δεν υπήρχαν Κινέζοι μετανάστες. Αντίθετα, ο λόγος για την Chinatown ήταν ένας μύθος για την παραγκούπολη που προπαγάνδιζε μια σειρά από κοινωνικές ελίτ, που ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για την απειλή που αποτελούσε η περιοχή του κέντρου της πόλης για το όραμά τους για την αστική διακυβέρνηση.

Ο μύθος της Chinatown για τις παραγκουπόλεις και τον ”υπόκοσμο” εξακολουθεί να επηρεάζει τις ιστορικές και χωρικές αναπαραστάσεις σήμερα και υπογραμμίζει την τάση πολλών ακαδημαϊκών ειδικών να θεωρούν τις συνοικίες της εργατικής τάξης ως εγγενώς χαοτικές και αποδιοργανωμένες.

Το πρώτο μέρος αυτού του άρθρου θα διερευνήσει την προέλευση και την ανάπτυξη της Chinatown ως κοινωνικό και πολιτιστικό κατασκεύασμα και τον τρόπο με τον οποίο επιβλήθηκε στη Raval. Στη συνέχεια θα συζητήσω την κοινωνική και πολιτική ιστορία της Raval, ιδίως τη σημασία της ως κέντρου κοινωνικής διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης. Και τέλος, θα αξιολογήσω την ιστορική σημασία του λόγου για την Chinatown ως ”ηθική γεωγραφία” ή ”γεωγραφία του φόβου”, που μας λέει πολλά για τη συνείδηση των αστικών ελίτ σε ένα συγκεκριμένο χώρο σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.

Επομένως, ενώ η Chinatown της Βαρκελώνης μπορεί να ήταν ένας επινοημένος χώρος, με φανταστική γεωγραφία και ιστορία, για τις αστικές ελίτ ήταν πάρα πολύ πραγματική. Ήταν ένα τοπίο αταξίας και τρόμου. Έτσι, θα δούμε ότι αυτός ο αποκλειστικός λόγος για την Chinatown είχε συγκεκριμένες πολιτικές χρήσεις: οι τοποφοβικές εμμονές του δικαιολογούσαν τα επίσημα σχέδια για την ”εκκαθάριση” των ”άρρωστων” δρόμων της Raval, οι οποίοι επρόκειτο να τεθούν υπό νέα επιτήρηση και να αναδιαρθρωθούν, τόσο σε φυσικό όσο και σε ηθικό επίπεδο.

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΤΗΣ CHINATOWN

Ο όρος επινοήθηκε για πρώτη φορά το 1925 από τον Paco Madrid, έναν νεαρό δημοσιογράφο της El Escandalo (“Το σκάνδαλο”), μιας εφήμερης εβδομαδιαίας εφημερίδας της Βαρκελώνης που αναβίωσε για λίγο το 1933 ως Escandolo! (”Σκάνδαλο!”). Ο Madrid είχε δει μια ταινία για την Chinatown του Σαν Φρανσίσκο, και αποφάσισε ότι ήταν ο κατάλληλος χαρακτηρισμός για τη γειτονιά Raval. Για τον Madrid, η Chinatown ήταν ”το έλκος της πόλης, το καταφύγιο των κακών ανθρώπων”, και ο ”υπόκοσμος” (bajos fondos), μια ”απαγορευμένη ζώνη πολύ χειρότερη από οτιδήποτε στη Μασσαλία, τη Γένοβα ή το East End του Λονδίνου”.

Τέτοια θέματα αναπτύχθηκαν με ζήλο από τους συναδέλφους δημοσιογράφους του Madrid στην El Escandalo, με την Chinatown να περιγράφεται διαδοχικά ως ”η συνοικία των αμαρτωλών, των απατεώνων και των σκληρών”, ένας ”λόφος σκουληκιών”, ένας ”βόθρος και σπηλιά, ένα άντρο εγκληματιών” και άλλα ”κοινωνικά σκουπίδια”. Η Chinatown φετιχοποιήθηκε, προικίστηκε με αιτιώδεις δυνάμεις, καταστρέφοντας προφανώς κάθε ηθική και φυσική ζωή εντός της. Ήταν ”ένα τρομερό κέντρο μόλυνσης”, ”ο μολυσματικός πυθμένας ενός υπονόμου”, με ”τη μυρωδιά της αμαρτίας και της θλίψης”. Πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής είχαν μεταλλαχθεί σε μια υπανθρώπινη φυλή. Ένας ατρόμητος δημοσιογράφος της El Escandalo μπήκε σε ένα μπαρ της Chinatown και περιέγραψε την πελατεία του ως εξής: ”Όλοι έχουν νεκρικά χαρακτηριστικά, δείχνουν σαν να ήταν πρόσφατα στο νοσοκομείο, έχουν την εμφάνιση του θανάτου.. Δεν τρώνε. Τρέφονται με αλκοόλ, μορφίνη, αιθέρα, ” κόκα” και κρασί. “

Αυτά τα μοτίβα υιοθετήθηκαν από τον λαϊκό Τύπο σε μια ροή εντυπωσιοθηρικών και συχνά πρόστυχων άρθρων εφημερίδων που καταναλώνονταν αχόρταγα από ένα κατά κύριο λόγο αποδοκιμαστικό αλλά ιδιαίτερα περίεργο αναγνωστικό κοινό της μεσαίας τάξης. Πολύ γρήγορα, ο όρος, Chinatown, μπήκε στην καθημερινή χρήση της πόλης και έγινε συνώνυμο της ανηθικότητας και του εγκλήματος.

Η Chinatown απεικονιζόταν ως ένας ξένος χώρος. Ήταν ”προϊόν εξαγωγής” με ”ελάχιστο τοπικό χαρακτήρα”, που αψηφούσε τα ήθη και το πνεύμα των πολιτών που επικρατούσαν στην υπόλοιπη πόλη: ”λερώνει το καλό όνομα της Βαρκελώνης”, ”είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς πώς μπορεί να ζει εκεί”.

Ίσως αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο λόγος αυτός βρήκε ανταπόκριση και στις αριστερές ομάδες, ιδίως στις σοσιαλδημοκρατικές, των οποίων η έμφαση στην αξιοπρέπεια της εργατικής τάξης τους έκανε δεκτικούς στις προειδοποιήσεις για τους κινδύνους του ”υποκόσμου” στην Chinatown. Ο λόγος για την Chinatown είχε απήχηση ακόμη και σε ορισμένους αναρχικούς κύκλους.

Είναι πολύ εύκολο να απορρίψει κανείς τους ηθικούς πανικούς της Chinatown, με το άκρως ιδεολογικό τους περιεχόμενο και τον υστερικό τους τόνο. Σίγουρα, αυτός ο λόγος, που περιγράφεται από έναν σχολιαστή ως ”παραμορφωτικός καθρέφτης”, στερείται κοινωνιολογικής εγκυρότητας. Επιπλέον, εστιάζοντας αποκλειστικά σε ηθικές κατηγορίες, ο λόγος για την Chinatown αγνόησε τους υλικούς παράγοντες και τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτισε η Raval στην οικονομική και ιστορική γεωγραφία της Βαρκελώνης.

ΕΝΑ “ΦΥΤΩΡΙΟ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ”: ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ RAVAL

Η ιστορική γεωγραφία της Raval ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αστική καπιταλιστική ανάπτυξη της Βαρκελώνης. Πράγματι, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη συνοικία της Βαρκελώνης, οι μεταβαλλόμενοι ρυθμοί και οι διακυμάνσεις της διαδικασίας εκβιομηχάνισης ήταν βαθιά ενσωματωμένες στη Raval. Από τη δεκαετία του 1830 και μετά, η Raval μετατράπηκε από το πρώτο κύμα εκβιομηχάνισης της Βαρκελώνης στη γενέτειρα της τοπικής εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος.

Όπως συνέβαινε σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε αυτή την αρχική φάση της εκβιομηχάνισης, οι εργάτες ζούσαν και εργάζονταν στον ίδιο χώρο, κατοικώντας γενικά σε βιαστικά κατασκευασμένες και πυκνοκατοικημένες πολυκατοικίες κοντά στους χώρους εργασίας τους.

Η αστική μορφή της Raval εξαρτήθηκε αρχικά από την αποφασιστικότητα του κεντρικού κράτους να περιορίσει την αστική ανάπτυξη της Βαρκελώνης στην περιοχή εντός των μεσαιωνικών τειχών της, η οποία είδε την ανεξέλεγκτη και μη προγραμματισμένη αστικοποίηση μιας περιοχής μικρότερης από 2,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μέχρι το 1860, όταν οι αρχές της Μαδρίτης επέτρεψαν στις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις που είχαν συσσωρευτεί στην παλιά πόλη να διαχυθούν πέρα από τα τείχη της, η Raval αποτελούνταν από έναν τυχαία διατεταγμένο ιστό από συμπαγείς και πυκνοκατοικημένους στενούς δρόμους και σοκάκια που στριμώχνονταν γύρω από τα εργοστάσια, τα εργαστήρια και τις αποθήκες της συνοικίας και κατέληγαν στην προκυμαία της Βαρκελώνης.

Οι συνθήκες στέγασης και διαβίωσης της εργατικής τάξης στην περιοχή ήταν ήδη άθλιες. Η τυπική πολυκατοικία της Raval είχε ύψος από τέσσερις έως έξι ορόφους, με μία οικογένεια να καταλαμβάνει κάθε όροφο. Κάθε πολυκατοικία διέθετε μία μόνο τουαλέτα και μία βρύση νερού στο ισόγειο, την οποία μοιράζονταν όλοι οι ένοικοι. Η πίεση που ασκούσαν οι κατασκευαστές ακινήτων για τη μεγιστοποίηση του διαθέσιμου χώρου ήταν τέτοια που πολλοί από τους στενούς δρόμους της Raval ήταν μονίμως στο σκοτάδι, ενώ πολλοί άλλοι δεν επέτρεπαν παρά μόνο λίγες αχτίδες ηλιακού φωτός να εισέλθουν.

Δεν αποτελούσε έκπληξη το γεγονός ότι ο Ildefons Cerda, ένας προοδευτικός κοινωνικός στοχαστής, του οποίου το ουτοπικό σχέδιο για την ορθολογική αστική ανάπτυξη έγινε το σχέδιο για την αστική ανάπτυξη της Βαρκελώνης το 1859, επελέγη να καταστρέψει τις υπερπλήρεις και ανθυγιεινές πολυκατοικίες της Raval.

Βασισμένο στο πρότυπο του ”πλέγματος-σιδήρου”, οι ευθείες γραμμές του οποίου ήταν χαρακτηριστικές όσον αφορά την πίστη του 19ου αιώνα στη λογική και την ορθολογική-θετικιστική σκέψη, το ”Σχέδιο Cerda” υποσχόταν να εισαγάγει μια νέα αστική τάξη στο κέντρο της Βαρκελώνης μέσω της κατασκευής μιας τεράστιας eixample (επέκτασης), η οποία θα συνέδεε το λιμάνι με τους κοντινούς βιομηχανικούς “δορυφόρους” που είχαν αναπτυχθεί πέρα από τα παλιά τείχη της πόλης. Για τον Cerda, το σχέδιο Eixample θα γινόταν ο πυρήνας μιας νέας κοινωνικά περιεκτικής, δια-ταξικής, λειτουργικής πόλης, στην οποία άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα θα αλληλεπιδρούσαν μέσα σε μια νέα ισότητα και ενότητα των πολιτών. Ωστόσο, ένας συνδυασμός έλλειψης κεφαλαίων και η πολιτική αντίθεση των ιδιοκτητών ακινήτων της Raval, εμπόδισαν την πλήρη εφαρμογή αυτού του φιλόδοξου σχεδίου. Ενώ κάποιες από τις παλιές παραγκουπόλεις του κέντρου θυσιάστηκαν για την κατασκευή της Les Rambles, μιας κεντρικής οδού και της νέας σπονδυλικής στήλης της πόλης που συνέδεε το λιμάνι με το Eixample, η στεγαστική ανανέωση στη Raval ματαιώθηκε.

Καθώς συνεχίστηκε η εκβιομηχάνιση, οι αστικές συνθήκες επιδεινώθηκαν περαιτέρω. Παρά την κακή ποιότητα ζωής στην περιοχή αυτή, η εγγύτητα της Raval με τα εργοστάσια, τα εργαστήρια και τις αποβάθρες, εξασφάλισε ότι συνέχισε να προσελκύει μετανάστες εργάτες. Οι ελλείψεις κατοικιών και η αυξανόμενη ζήτηση για στέγαση είχαν ως αποτέλεσμα την κατασκευή παραγκών στις στέγες των πολυκατοικιών (barraquisme vertical). Εν τω μεταξύ, η ανεξέλεγκτη αγορά κατοικίας σήμαινε ότι τα ενοίκια συνέχισαν να αυξάνονται ανεξέλεγκτα. Από τις αρχές του αιώνα, λοιπόν, οι οικονομικές επιταγές οδήγησαν στην υποδιαίρεση του υπάρχοντος στεγαστικού αποθέματος, δημιουργώντας αυτό που το τοπικό εργατικό κίνημα κατήγγειλε ως “κυψέλες”. Περιστασιακά, πολλές οικογένειες μπορεί να καταλάμβαναν διαμερίσματα σχεδιασμένα για μία μόνο οικογένεια, προκειμένου να μοιράζονται το βάρος της πληρωμής του ενοικίου.

Μέχρι το 1930, περισσότεροι από 230.000 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στη Raval, δίνοντας στην περιοχή πληθυσμιακή πυκνότητα 103.060 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.

Η Raval δεν ήταν μόνο η πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Βαρκελώνης -η πληθυσμιακή πυκνότητα ήταν σχεδόν δεκαπλάσια του μέσου όρου της πόλης- αλλά και μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης.

Οι υγειονομικές συνέπειες του υπερπληθυσμού ήταν τρομακτικές. Ασθένειες όπως η χολέρα, ο τύφος, η μηνιγγίτιδα και η φυματίωση ήταν ευρέως διαδεδομένες. Αυτό επιδεινώθηκε περαιτέρω από δύο παράγοντες.

Πρώτον, το ισπανικό κράτος άργησε να αναπτύξει λειτουργίες πρόνοιας. Ο κοινωνικός μισθός ήταν φτωχός και οι ιατρικές υπηρεσίες ήταν σε μεγάλο βαθμό ανύπαρκτες.

Δεύτερον, οι ιδιοκτήτες της Raval -αν και ο όρος αυτός αποδίδει αξιοπρέπεια στους ιδιοκτήτες των παραγκουπόλεων- ήταν εξαιρετικά ισχυροί σε τοπικό επίπεδο. Κυριαρχούσαν στο Camara Oficial de la Propiedad Urbana de Barcelona (COPUB/ Επιμελητήριο Αστικής Ιδιοκτησίας Βαρκελώνης), την κύρια ένωση ιδιοκτητών στην πόλη και είχαν μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Βαρκελώνης. Η θέση των ιδιοκτητών ακινήτων ήταν, επομένως, ουσιαστικά αδιαμφισβήτητη και οι ιδιοκτήτες απολάμβαναν τεράστια εξουσία επί των μισθωτών της εργατικής τάξης.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος σηματοδότησε την αρχή της οικονομικής παρακμής της Raval και το τέλος της ιδιότητάς της ως της σημαντικότερης βιομηχανικής περιοχής της Βαρκελώνης. Η Ισπανία ήταν ουδέτερη κατά τη διάρκεια του πολέμου και αυτό έφερε τους καπιταλιστές της Βαρκελώνης σε προνομιακή θέση, επιτρέποντάς τους να συναλλάσσονται και με τα δύο εμπόλεμα στρατόπεδα.

Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια βιομηχανική και αστική επανάσταση, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1920 με τη λεγόμενη ”Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση”, που άλλαξε την αστική γεωγραφία της Βαρκελώνης πέρα από κάθε αναγνώριση. Σύγχρονα εργοστάσια εγκαταστάθηκαν σε όλη την επεκτεινόμενη βιομηχανική ενδοχώρα της Βαρκελώνης και μια νέα ”κόκκινη ζώνη” εργατικών συνοικιών αναδύθηκε στις παρυφές της πόλης, καθώς η βιομηχανία αναδιοργανώθηκε χωρικά. Παρόλο που ένα σημαντικό μέρος της βιομηχανίας παρέμεινε στη Raval – για παράδειγμα, υπήρχαν αρκετά μικρά εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην περιοχή – αυτό δεν ήταν τόσο ανταγωνιστικό και δυναμικό όσο τα μεγαλύτερα εργοστάσια στα περίχωρα της πόλης. Επιπλέον, η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, η οποία συνδέθηκε με την πρώιμη εκβιομηχάνιση, απλώς υπογράμμιζε τη φθίνουσα θέση της Raval στην τοπική οικονομία.

Καθώς οι βιομηχανίες μεταφέρθηκαν μακριά από τη Raval, η περιοχή απέκτησε μια νέα φήμη ως κέντρο λαϊκής αναψυχής. Η νυχτερινή ζωή της Raval είχε ήδη ένα ορισμένο κύρος, τόσο σε τοπικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο. Για άλλη μια φορά, αυτό ήταν στενά συνδεδεμένο με τη μεταβαλλόμενη ιστορική γεωγραφία της Βαρκελώνης. Κατά τη διάρκεια των ετών πριν από την Παγκόσμια Έκθεση του 1888, όταν η μαζική μετανάστευση είχε δημιουργήσει μια νέα ζήτηση για αστική ψυχαγωγία, πολλά καμπαρέ, ταβέρνες και καφενεία είχαν δημιουργηθεί στη Raval για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του προλεταριάτου της πόλης.

Ειδικότερα, στην περιοχή υπήρχε σημαντική πορνεία, η οποία τροφοδοτούνταν από την υψηλή ζήτηση σεξουαλικών υπηρεσιών μεταξύ των μεταναστών ανδρών εργατών, καθώς και από την εγγύτητα ενός πολυσύχναστου λιμανιού και την απουσία σταθερών ευκαιριών απασχόλησης για τις γυναίκες στην πόλη.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επέτεινε αυτά τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής στη Raval. Καθώς η belle epoque έληξε στο Παρίσι, η Βαρκελώνη απέκτησε το παρατσούκλι “Παρίσι του Νότου”.

Το διεθνές ”party set” των αργόσχολων πλουσίων, των playboys και των τυχοδιωκτών μετακόμισε στην ουδέτερη Βαρκελώνη και τη μετέτρεψε στη νέα του παιδική χαρά. Τους ακολούθησε μια ποικιλόμορφη ομάδα ατόμων που για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ήθελαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο και στην οποία συμπεριλαμβάνονταν εκβιαστές, γκάνγκστερ και λαθρέμποροι ναρκωτικών. Ήρθαν επίσης και δραπέτες της επιστράτευσης και επαγγελματίες επαναστάτες, ο πιο διάσημος από τους οποίους ήταν ο Victor Serge, ο οποίος αποτύπωσε το άρωμα της εποχής στο μυθιστόρημά του “Naissance de notre force”.

Οι νέες αφίξεις τόνωσαν την αύξηση της ζήτησης και της παροχής παράνομων δραστηριοτήτων αναψυχής, ιδίως της πορνείας, και για πρώτη φορά αποδείχθηκε αναγκαία η εισαγωγή νεαρών γυναικών στη Βαρκελώνη μέσω του λιμανιού για να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση για σεξουαλικές υπηρεσίες. Επίσης, αυξήθηκε το εμπόριο ναρκωτικών, ιδίως του οπίου, και ο παράνομος τζόγος.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου ήταν η εμφάνιση ιδιωτικών ομάδων ασφαλείας, ορισμένες από τις οποίες οργάνωναν εκβιασμούς προστασίας σε μια πόλη που είχε πλημμυρίσει από όπλα. Όπως και σε πολλές άλλες πόλεις-λιμάνια, η απόκτηση πυροβόλων όπλων στη Βαρκελώνη ήταν για πολύ καιρό σχετικά εύκολη, αλλά η επέκταση της ισπανικής βιομηχανίας όπλων κατά τη διάρκεια του πολέμου σήμαινε ότι η παράνομη αγορά όπλων είχε πλημμυρίσει και τα όπλα μπορούσαν να αποκτηθούν πολύ φθηνά. Ωστόσο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτές οι ένοπλες ομάδες ασφαλείας άκμασαν λόγω της αυξανόμενης ανασφάλειας των καπιταλιστών της Βαρκελώνης. Οι ξένοι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ήταν πολύ δραστήριοι εκείνη την περίοδο και οργάνωναν αρκετές επιθέσεις εναντίον βιομηχάνων και της περιουσίας τους, σε μια προσπάθεια να σαμποτάρουν την πολεμική παραγωγή.

Η γενική εξάπλωση των δραστηριοτήτων του λεγόμενου “υποκόσμου” κατά τη διάρκεια του πολέμου αποτέλεσε μεγάλο μέρος της έμπνευσης για τον μύθο της Chinatown τη δεκαετία του 1920.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος “υπόκοσμος” είναι καλύτερο να αντιμετωπίζεται με προσοχή, όχι μόνο επειδή είναι ένα ηθικά και πολιτικά φορτισμένο εργαλείο λόγου. Όσον αφορά τις κοινωνικές σχέσεις της Βαρκελώνης, ο όρος είναι ένα ανεπαρκές κοινωνιολογικό εργαλείο. Πρώτα απ’ όλα, ο υπόκοσμος της Βαρκελώνης ήταν πάντα κοινωνικά διαστρωματωμένος. Δεύτερον, η ελίτ του υποκόσμου διασταυρωνόταν πάντα με την ελίτ του ”άνω κόσμου” της Βαρκελώνης και η σχέση μεταξύ των δύο ήταν αμοιβαία υποστηρικτική. Κατά μία έννοια, αυτό ήταν αναπόφευκτο λόγω της θεσμοθετημένης διαφθοράς της μοναρχίας της Ισπανικής Αποκατάστασης (1875-1923). Από τη δεκαετία του 1880 και έπειτα, αναγνωρίστηκε ευρέως από εσωτερικές αστυνομικές πηγές ότι η χωροφυλακή της Βαρκελώνης εμπλεκόταν σε μεγάλο βαθμό στο λαθρεμπόριο όπλων, στην πορνεία, στον παράνομο τζόγο, στις απάτες με ναρκωτικά και σε άλλες εγκληματικές δραστηριότητες. Μέχρι το γύρισμα του αιώνα, η La policıa espanola, το επαγγελματικό περιοδικό της ισπανικής αστυνομίας, παρατηρούσε ότι η κύρια δραστηριότητα της χωροφυλακής της Βαρκελώνης ήταν η ”ενοχοποίηση” αθώων πολιτών και ότι η εξάλειψη του εγκλήματος θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μετά τη φυλάκιση των αστυνομικών της πόλης.

Η διαφθορά αυξήθηκε κατά την περίοδο της οικονομικής άνθησης κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στις επιχειρήσεις, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ νόμιμου και παράνομου εμπορίου, μια διάκριση που ούτως ή άλλως δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα σαφής, θόλωσε ακόμη περισσότερο. Οι επαγγελματίες εγκληματίες και η βιομηχανική ελίτ καταλάμβαναν τον ίδιο κοινωνικό χώρο, αναμειγνύοντας ελεύθερα τα καζίνο της Βαρκελώνης, τα αριστοκρατικά μπουρδέλα και τις λέσχες των κυριών. Ίσως το πιο παραστατικό παράδειγμα της αλληλοεπικάλυψης μεταξύ εγκληματικού και επίσημου κόσμου είναι η περίπτωση του διεφθαρμένου αρχηγού της αστυνομίας της Βαρκελώνης, του Bravo Portillo, ο οποίος εργάστηκε ως πράκτορας των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών για ένα μέρος του πολέμου, διευκολύνοντας την παροχή πληροφοριών για τις κινήσεις των πλοίων στους διοικητές των υποβρυχίων στο λιμάνι της Βαρκελώνης.

Ο Bravo Portillo συνεργάστηκε επίσης με τον αυτοαποκαλούμενο “Baron del Konig”, έναν αινιγματικό πλέιμποϊ και πρώην Γερμανό πράκτορα, ο οποίος αποτελούσε τον τύπο του τυχοδιώκτη που ευημερούσε στη Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μαζί, ο Baron και ο αρχηγός της αστυνομίας οργάνωναν εκβιασμούς προστασίας και δολοφονίες επί συμβάσει και απολάμβαναν την υποστήριξη και την προστασία των τοπικών αρχών και της ελίτ. Αργότερα, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Baron del Konig είχε τονώσει τη ζήτηση για την εταιρεία ασφαλείας του οργανώνοντας επιθέσεις με όπλα εναντίον εργοδοτών, απελάθηκε από την Ισπανία.

Ένα σημαντικό μέρος αυτής της διευρυμένης παράνομης δραστηριότητας επικεντρώθηκε στη Raval. Εν μέρει, αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η αύξηση της ζήτησης για νέους τόπους αναψυχής και διασκέδασης συνέπεσε με τη βιομηχανική μετάβαση της περιοχής. Έτσι, πολλές από τις πρόσφατα εκκενωμένες αποθήκες και εργαστήρια της Raval μετατράπηκαν εσπευσμένα σε καμπαρέ, αίθουσες χορού και ταβέρνες. Για παράδειγμα, το ”La Criolla”, ένα πολυσύχναστο καμπαρέ και μπουρδέλο, άνοιξε το 1915 σε ένα πρώην εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας.

Ταυτόχρονα, ιδρύθηκαν νέα παράνομα καταστήματα, όπως καταγώγια οπίου, οίκοι ανοχής και παράνομες αίθουσες τυχερών παιχνιδιών, ενώ αρκετές υπηρεσίες προστασίας βρίσκονταν στην περιοχή και γύρω από αυτήν- για παράδειγμα, ο Baron del Konig είχε γραφείο στο Les Rambles, στην άκρη της Raval.

Ωστόσο, παρόλες τις αλλαγές αυτές, η Raval συνέχισε να είναι μια συνοικία της εργατικής τάξης. Μέχρι το 1900, οι δημοτικές στατιστικές αποκάλυπταν ότι το ένα πέμπτο του προλεταριάτου της πόλης διέμενε στη Raval. Επιπλέον, από τη δεκαετία του 1880 και μετά, τα μέλη της μεσαίας και της ανώτερης τάξης είχαν εγκαταλείψει την περιοχή για το Eixample, τον οργανωμένο οικιστικό χώρο που εξιδανίκευαν ως μια νέα πόλη της λογικής.

Η αυτοπεποίθηση των εναπομεινάντων οικογενειών της ανώτερης και μεσαίας τάξης στην περιοχή κλονίστηκε από τις αστικές ταραχές του 1909, που τις ώθησαν να εγκαταλείψουν τη Raval, οπότε τα διαμερίσματά τους υποδιαιρέθηκαν για πολλαπλή κατοίκηση από οικογένειες της εργατικής τάξης. Στη συνέχεια, οι κοινωνικοί διαχωρισμοί εγγράφονταν όλο και περισσότερο στους δρόμους και τις συνοικίες της πόλης. Η εργατική και η αστική τάξη καθιέρωσαν σχετικά αυτόνομα πρότυπα κοινωνικότητας, και υπήρχαν ελάχιστες επαφές μεταξύ αυτών των τάξεων εκτός του εργοστασίου.

Από το πλεονεκτικό τους σημείο στο Eixample, οι ελίτ κυριολεκτικά κοίταζαν νευρικά τη Raval ως ένα κέντρο παραλογισμού που κατοικείτο από αυτό που θεωρούσαν “χαμένες τάξεις”. Επιπλέον, στην καθημερινή τους ζωή στην πόλη, ήταν δύσκολο για τους ”ανθρώπους της τάξης” να αγνοήσουν τις ”επικίνδυνες τάξεις” της Raval. Βλέπουμε από το Σχήμα 1 (σελ.15), την εγγύτητα του Liceu (αρ. 9), της όπερας της Βαρκελώνης και της πολιτιστικής ακρόπολης της αστικής τάξης της πόλης, μαζί με πολλά διοικητικά κέντρα (αρ. 39 και 41) και γραφεία επιχειρήσεων στην οδό Laietana (αρ. 36).

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1910, η αγορά κατοικίας στη Raval εξελίχθηκε σε αναπόσπαστο στοιχείο της χαμηλόμισθης, περιστασιακής οικονομίας της Βαρκελώνης.

Οι ελάχιστοι καλύτερα αμοιβόμενοι εργάτες της περιοχής μετακόμισαν και η συνοικία εξυπηρετούσε όλο και περισσότερο τα φτωχότερα τμήματα της εργατικής τάξης. Ένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά της περιοχής ήταν η συγκέντρωση των ”doss” – ή ”flop” – σπιτιών1 που παρείχαν δωμάτια σε ανύπαντρους, άντρες, ανειδίκευτους μετανάστες εργάτες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν προκαταβολή για ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα.

hangover

Αρκετά πρώην εργοστάσια μετατράπηκαν σε πτωχοκομεία, γεγονός που εδραίωσε την ιδιότητα της περιοχής ως τόπου διέλευσης για τους μετανάστες εργάτες.

Οι εργάτες αυτοί ανήκαν σε αυτό που έχει περιγραφεί ως το πικαρέσκο προλεταριάτο των ναυτικών, των λιμενεργατών και των πλανόδιων εργατών, οι οποίοι προσελκύονταν από τις ευκαιρίες για περιστασιακή, ιδρωμένη εργασία στην περιοχή, ιδίως στην προκυμαία. Το πικαρέσκο προλεταριάτο ήταν επίσης πολύ ερωτευμένο με τις ακατέργαστες απολαύσεις που ήταν διαθέσιμες στα καμπαρέ και τις ταβέρνες που έδιναν στη Raval τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα της προλεταριακής μποέμικης ατμόσφαιρας.

Αυτοί οι άνθρωποι χωρίς αφέντη δεν είχαν ιδιαίτερη αίσθηση της αναβαλλόμενης ικανοποίησης.

Δούλευαν σκληρά και έπαιζαν πιο σκληρά και πιο άγρια. Η συμπεριφορά τους ήταν αυτή που ενέπνευσε πολλούς από τους ηθικούς πανικούς για τους κατοίκους της Raval.

Όμως, παράλληλα με το πικαρέσκο προλεταριάτο υπήρχε μια πολύ, πολύ μεγαλύτερη εργατική κοινότητα, η οποία αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Raval. Αυτή η σχετικά ήρεμη κοινότητα απείχε πολύ από τα στερεότυπα της Chinatown για τον ναρκομανή νταβατζή ή τον μεθυσμένο λιμενεργάτη. Είναι σημαντικό ότι, παρά την εσωτερική διαστρωμάτωση εντός της τοπικής εργατικής τάξης, το κοινωνικό πλαίσιο στη Raval ήταν σε γενικές γραμμές παρόμοιο για όλους τους εργάτες. Ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανειδίκευτοι ή ημιειδικευμένοι εργάτες με λίγους διαπραγματευτικούς πόρους- επιβίωναν με μισθούς διαβίωσης- ζούσαν σε μη εκσυγχρονισμένες, υπερπλήρεις κατοικίες και αντιμετώπιζαν μια συνολική δομή υλικού καταναγκασμού στην καθημερινή τους ζωή.

Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να δοθεί η εντύπωση ότι η Raval ήταν απλώς ένας τόπος δυστυχίας και απόγνωσης. Σίγουρα, υπήρχε απροσμέτρητη φτώχεια, αλλά, αντίθετα με τον μύθο της Chinatown και την απεικόνιση της περιοχής ως ενός ατίθασου χώρου, υπήρχε μια κοινωνική και πολιτιστική τάξη.

Ήταν μια τραχιά, επιθετική και διεκδικητική εργατική τάξη.

Αυτή η αντίπαλη τάξη ήταν που προκαλούσε τρόμο στις καρδιές των αστικών ελίτ.

Υπήρχαν διάφορες συντεταγμένες αυτής της εργατικής τάξης.

Η πρώτη της διάσταση ήταν ένας υψηλός βαθμός κοινωνικότητας. Λόγω του υπερπληθυσμού των κατοικιών, οι δρόμοι της Raval λειτουργούσαν ως προέκταση του σπιτιού, με αποτέλεσμα συχνές και έντονες άμεσες ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις.

Επίσης, ως απάντηση στα υλικά προβλήματα της καθημερινής ζωής, οι εργάτες ανέπτυξαν κοινές και αμοιβαίες πρακτικές.

Με τη σειρά τους, οι τελετουργίες αυτές καλλιέργησαν εκτεταμένους κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ της κοινότητας, η οποία ήταν προικισμένη με ένα έντονο πνεύμα ανεξαρτησίας.

Το δεύτερο κεντρικό στοιχείο αυτής της εργατικής τάξης ήταν η βαθιά αίσθηση της τοπικής ταυτότητας. Από πολλές απόψεις επρόκειτο για μια χωρική ταυτότητα, μια αίσθηση προσκόλλησης σε έναν τόπο, ή αυτό που ο Raymond Williams περιέγραψε ως “μαχητική ιδιαιτερότητα”.

Ήταν ένα όραμα για τον κόσμο που βασιζόταν στην υλικότητα και την πρακτική της εργατικής τάξης. Ήταν μια γνώση που είχε τις ρίζες της στην αστική εμπειρία.

Η δύναμη αυτής της ταυτότητας αντανακλά το αξιοσημείωτο επίπεδο κοινωνικοοικονομικής και πολιτισμικής ομοιογένειας που συνέδεε τους κατοίκους της Raval.

Το τελευταίο στοιχείο της τάξης της Raval ήταν μια ζωντανή δημόσια σφαίρα της εργατικής τάξης.

Τα συνδικάτα ήταν η σημαντικότερη οργάνωση στο πλαίσιο αυτής της αντι-ηγεμονικής δημόσιας σφαίρας. Η Raval ήταν η πρωτεύουσα όχι μόνο του τοπικού εργατικού κινήματος, αλλά και του ισπανικού εργατικού κινήματος.

Ήταν ο τόπος του πρώτου εθνικού εργατικού συνεδρίου το 1870 και τα πρώτα συνδικάτα της Ισπανίας δημιουργήθηκαν εδώ (η σοσιαλιστική Union General de Trabajadores (UGT/Γενική Ένωση Εργαζομένων) δημιουργήθηκε εκεί το 1888).

Αφού η σοσιαλιστική ηγεσία με έδρα τη Μαδρίτη μετέφερε την έδρα της UGT στη Μαδρίτη το 1899, η Raval έγινε προπύργιο του λαϊκού αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος της Βαρκελώνης, το οποίο δημιούργησε ένα δίκτυο συνδικαλιστικών γραφείων και κοινωνικών και πολιτιστικών κέντρων στην περιοχή. Σε περιόδους καταστολής, οι συνδικαλιστές συνεδρίαζαν τακτικά κρυφά σε ανδροκρατούμενους χώρους της γειτονιάς, όπως οι ταβέρνες και τα μπαρ.

Επιπλέον, η Raval φιλοξενούσε μυριάδες συνεταιρισμούς, φιλικές εταιρείες, εκπαιδευτικά κέντρα εργατών και ριζοσπαστικούς εκδοτικούς οίκους και εφημερίδες. Αυτή η δημόσια σφαίρα των εργατών βασίστηκε στην αυθόρμητη κοινωνικότητα της Raval, παντρεύοντας τις τοπικές παραδόσεις της αυτονομίας και της αμοιβαιότητας με τους νέους δεσμούς πίστης και συγγένειας που παρήγαγε η οργάνωση των εργατών. Οι αναρχοσυνδικαλιστές επαναβεβαίωσαν το πνεύμα ανεξαρτησίας της Raval, εξυμνώντας την “καλοσύνη” των “παριών” που κατοικούσαν στους “δρόμους της που ήταν βαμμένοι με το αίμα τόσων προλετάριων”. Η εργατική δημόσια σφαίρα ενίσχυσε επίσης βασικά χαρακτηριστικά της τοπικής ταυτότητας της γειτονιάς- για παράδειγμα, μία από τις τοπικές εργατικές εφημερίδες, η οποία είχε τίτλο Los Miserables, υπογράμμιζε την υλική εξαθλίωση των κατοίκων της Raval. Για πολλούς από τους κατοίκους της περιοχής, αυτή ήταν ένας “χώρος ελπίδας “.

Για τους αναρχοσυνδικαλιστές, ήταν μια επαναστατική καρδιά, ένα κέντρο χειραφετητικής αστικής πολιτικής, ένα “φυτώριο για επαναστάτες”. Εν τω μεταξύ, τα πολιτικά κόμματα της μεσαίας τάξης είχαν μόνο μια συμβολική παρουσία στη Raval, κάτι που το μόνο που έκανε ήταν να αυξήσει την καχυποψία της ελίτ για την περιοχή.

Αναπόφευκτα, η Raval ήταν ο τόπος βίαιων συγκρούσεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου και κρατικής καταστολής. Οι τοπικές παραδόσεις της άμεσης διαμαρτυρίας, των ταραχών και της κατασκευής οδοφραγμάτων εκτείνονταν από τη δεκαετία του 1830. Στην εξέγερση της La Bonaplata το 1835, οι εργάτες κατέστρεψαν νέα τεχνολογία την οποία θεωρούσαν απειλή για την εργασιακή τους ασφάλεια. Επίσης, σημειώθηκαν επιθέσεις κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας και η κοινωνική διαμαρτυρία απέκτησε συχνά αντιεκκλησιαστική κατεύθυνση.

Η διαμαρτυρία άμεσης δράσης εγγράφηκε σε μεγάλο βαθμό στη συλλογική μνήμη των τοπικών εργατών και η αστική εξέγερσή τους διήρκεσε μέχρι και τον εικοστό αιώνα. Το 1902, η πρώτη γενική απεργία της Ισπανίας είχε επίκεντρο τη Raval.

Στήθηκαν οδοφράγματα και επιτάχθηκαν βίαια τρόφιμα από αρτοποιεία και αγορές με τρόπο που θύμιζε τις καταναλωτικές ταραχές του 19ου αιώνα. Αυτή η απεργία, όπως και πολλές μεταγενέστερες συγκρούσεις, αντλούσε δύναμη από την αλληλεγγύη της περιοχής και την επιθετική κουλτούρα του δρόμου.

Μεγάλα πλήθη αποτελούμενα από άνδρες, γυναίκες και παιδιά κατέβηκαν στους δρόμους για να υπερασπιστούν τη γειτονιά τους από εξωτερικές υπηρεσίες, όπως η αστυνομία. Όταν οι δυνάμεις ασφαλείας επιχείρησαν να εισέλθουν στην περιοχή, δέχτηκαν συνεχείς επιθέσεις στους δρόμους, με βλήματα να πέφτουν πάνω τους από τα παράθυρα και τις στέγες των πολυκατοικιών. Η διαμαρτυρία έληξε με στρατιωτική καταστολή και αρκετούς νεκρούς. Η Raval ξεσηκώθηκε και πάλι το 1909, όταν οι αντιπολεμικές διαμαρτυρίες κορυφώθηκαν με μια αστική εξέγερση πλήρους κλίμακας, οδοφράγματα, οδομαχίες και εκτεταμένο κάψιμο εκκλησιών σε ολόκληρη τη Βαρκελώνη. Θυμίζοντας εικόνες της Παρισινής Κομμούνας, τα τελευταία εναπομείναντα οδοφράγματα εξαλείφθηκαν με πυρά κανονιών.

Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, λοιπόν, όταν η Βαρκελώνη κέρδισε το παρατσούκλι ”το Παρίσι του Νότου”, η καταλανική πρωτεύουσα είχε ήδη κληρονομήσει τον μανδύα του Παρισιού του δέκατου ένατου αιώνα ως επαναστατική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Και μέσα στην πόλη, όχι αδικαιολόγητα, οι επαναστάτες προέβλεπαν ότι μέσα από τη Raval ”θα ξεσηκωθούν οι εξολοθρευτικοί άγγελοι της αστικής τάξης”.

Η τελευταία σειρά κινητοποιήσεων στη Raval πριν από τη δημιουργία του μύθου της Chinatown ήρθε στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πολεμική έκρηξη αύξησε το μέγεθος της τοπικής εργατικής τάξης και ενίσχυσε τις τάξεις της αναρχοσυνδικαλιστικής Confederacion Nacional del Trabajo (CNT/Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας), καθώς η Βαρκελώνη έγινε ίσως η πιο συνδικαλιστική πόλη στην Ευρώπη. Ακόμη και ορισμένοι από τους μουσικούς της Raval είχαν συνδικαλιστεί, και όταν κατέβηκαν σε απεργία για μισθολογικές αυξήσεις το 1922 έκλεισαν με επιτυχία περίπου είκοσι χώρους καμπαρέ.

Σε απάντηση στη νέα συγκεντρωμένη δύναμη της εργασίας, όταν τελείωσε ο πόλεμος, τα πιο μαχητικά τμήματα της καταλανικής αστικής τάξης κατέφυγαν σε τακτικές κατάλυσης των συνδικάτων, συμπεριλαμβανομένων των εξωδικαστικών δολοφονιών.

Ακολούθησαν τα λεγόμενα “χρόνια του νόμου των όπλων” (anos del pistolerismo), όταν δεξιοί πιστολέρο και κυνηγοί της τύχης, όπως ο Baron del Konig, χρηματοδοτήθηκαν από βιομηχάνους για να δολοφονήσουν συνδικαλιστές. Μαζί με τον ατιμασμένο πρώην αρχηγό της αστυνομίας Bravo Portillo, ο Baron del Konig οργάνωσε τη ”μαύρη συμμορία” (banda negra), η οποία δολοφόνησε έναν αριθμό κορυφαίων εργατών-ακτιβιστών. Κατά τη διάρκεια της εποχής του πιστολερισμού, η Raval ήταν τόπος αστικού-αντάρτικου πολέμου χαμηλής έντασης και όπως ήταν αναμενόμενο, οι περισσότεροι θάνατοι που σχετίζονταν με όπλα στη Βαρκελώνη εκείνη την περίοδο σημειώθηκαν εδώ.

Σε μια προσπάθεια να υπερασπιστούν το χώρο της CNT στην κοινωνία, τα συνδικάτα και οι αναρχικές ομάδες δημιούργησαν αντίπαλες ”ομάδες δράσης” για να αντεπιτεθούν στους δεξιούς πιστολέρο και τους χορηγούς τους.

Αρκετές από αυτές τις ομάδες δράσης είχαν την έδρα τους στη Raval, όπου επωφελούνταν από την ενεργή ή παθητική υποστήριξη των τοπικών εργατών- τουλάχιστον, ήξεραν ότι δεν θα προδίδονταν στην αστυνομία από μέλη της κοινότητας που τους αναγνώριζαν ως δικούς τους, ως προϊόν του τοπικού περιβάλλοντος.

Μέλη της κοινότητας – άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κατασκευάζουν ένα οδόφραγμα μέσα στη Raval κατά τη διάρκεια της “Τραγικής Εβδομάδας” του Ιουλίου 1909.

Η Raval ήταν, επομένως, η πιο ζωντανή και προκλητική γειτονιά της εργατικής τάξης στην πόλη. Σε αντίθεση με τον μύθο της Chinatown, δεν ήταν ότι η Raval ήταν ανήθικη- ήταν περισσότερο ότι η γειτονιά απέρριπτε την ηθική των αστικών ελίτ, καθώς η πλούσια τοπική της ταυτότητα αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό αδιαπέραστη από την αστική πολιτιστική πολιτική.
Και αυτή η επαναστατική κουλτούρα ήταν ενσωματωμένη στους στενούς, τυχαία οργανωμένους δρόμους της Raval, οι οποίοι αποδείχθηκαν δύσκολο για τις αρχές να ρυθμίσουν και να υποβληθούν σε εξωτερικό έλεγχο. Αυτή ήταν η γνήσια πηγή του συναγερμού που ένιωθαν οι αστικές ελίτ, οι οποίες είχαν πλήρη επίγνωση των σοβαρών προβλημάτων που δημιουργούσαν για την αστική τάξη η αφοσίωση και η αλληλεγγύη της Raval. Εδώ βρίσκεται επίσης το κλειδί για την προέλευση του μύθου της Chinatown. Στη συνείδηση και στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων της τάξης της Βαρκελώνης, η Raval ήταν ένα εγγενώς εύθραυστο και άτακτο μέρος. Η κοινωνική κατασκευή της Chinatown, επομένως, επέτρεψε βολικά να επιβληθεί ένας μύθος της παραγκούπολης στην παλαιότερη και πιο επαναστατική κοινότητα της εργατικής τάξης της Βαρκελώνης.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΤΗΣ CHINATOWN

Ο λόγος για την Chinatown ήταν κάτι περισσότερο από μια έκρηξη δυστοπικής απόγνωσης.

Εξυπηρετούσε μια σειρά από πολιτικές χρήσεις. Ήταν μια δήλωση της ετοιμότητας των αστικών ελίτ να παρέμβουν στην κοινωνική οργάνωση της πόλης προκειμένου να διεκδικήσουν τόσο τον συμβολικό όσο και τον φυσικό χώρο και αποτελούσε μέρος ενός σχεδίου για την επιβολή ελέγχου επί της τοπικής εργατικής τάξης, τόσο εντός όσο και εκτός του χώρου εργασίας.

Με άλλους όρους, η Chinatown αποτελούσε μέρος ενός ηγεμονικού αγώνα, ένα μέσο άσκησης πολιτιστικής κυριαρχίας και επιβεβαίωσης της κρατικής εξουσίας σε μια προκλητική κοινότητα, ένα συντηρητικό ιδεολογικό όπλο σε μια ”πολιτιστική πολιτική του τόπου”.

Έτσι, δικαιολογούσε την κοινωνική και κρατική παρέμβαση στη Raval, σε μια προσπάθεια να διακοπούν και να καταρριφθούν οι βαθιές αντιστάσεις, οι παραδόσεις και οι ταυτότητες της εργατικής τάξης στην περιοχή. Αυτό μπορεί να φανεί στον τρόπο με τον οποίο η Raval κατασκευάστηκε ως μια ”άγρια γη” ή μια ατίθαση ερημιά, η οποία, κατά συνέπεια, έπρεπε να εξημερωθεί. Και επειδή, σύμφωνα με τον λόγο της Chinatown, η Raval δεν είχε ηθικό περιεχόμενο, έπρεπε να εισαχθεί πολιτισμός, δημιουργώντας έτσι ένα νέο ηθικό τοπίο. Κατά συνέπεια, ο λόγος της Chinatown θα είχε βαθιές υλικές συνέπειες για τη Raval.

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πολιτικά χαρακτηριστικά του λόγου της Chinatown είναι ότι παρείχε κοινό έδαφος για τις κατακερματισμένες και διασπασμένες ελίτ της Βαρκελώνης. Αυτές οι ελίτ ήταν πολιτικά διαιρεμένες μεταξύ φιλελεύθερων, συντηρητικών, συγκεντρωτικών, αυτοδιοικητικών (αυτονομιστών), καθολικών, αντικληρικών, ρεπουμπλικανών και μοναρχικών. Αν και φιλελεύθεροι και συντηρητικοί μπορεί να διαφωνούσαν σχετικά με την ισορροπία μεταξύ μεταρρύθμισης και καταστολής, ο λόγος στην Chinatown αντανακλούσε κοινές απόψεις μεταξύ των ανδρών της τάξης σχετικά με το επιθυμητό μιας νέας πειθαρχικής τάξης, σχετικά με τη σοβαρότητα της απειλής από τα κάτω και σχετικά με τη σημασία του ελέγχου και της επαγρύπνησης.

Οι ηθικοί πανικοί της Chinatown έδιναν έμφαση στην επείγουσα ανάγκη να αντισταθούν στον “άρρωστο όχλο” που είχε ξεφύγει από τον έλεγχο της εξουσίας και κάθε λογικής ηθικής. Αν δεν ελεγχόταν, αυτός ο ”εσωτερικός εχθρός” θα ”μόλυνε” την υπόλοιπη πόλη, θα έβλαπτε την οικογενειακή ζωή και θα κατέστρεφε τον αστικό πολιτισμό όπως υπήρχε. Αναπόφευκτα, με τόσο υψηλό διακύβευμα, οι άνδρες της τάξης θα έπρεπε να συσπειρωθούν.

Εξίσου, οι αμφισημίες του λόγου της Chinatown σήμαιναν ότι μπορούσε να απευθυνθεί σε διαφορετικές ελίτ. Οι συντηρητικοί την έβλεπαν με αρκετά στενούς ηθικούς όρους, ως συνέπεια της διάβρωσης των παλαιών παραδοσιακών αξιών και των προτύπων κοινωνικού ελέγχου που προκλήθηκε από την έλευση της μαζικής κοινωνίας και της μαζικοποιημένης πόλης, ενώ η φιλελεύθερη άποψη επικαλέστηκε την Chinatown ως απόδειξη της ανάγκης για ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.

Ωστόσο, ο ισπανικός φιλελευθερισμός κάθε άλλο παρά επιεικής ήταν. Οι φιλελεύθεροι έβλεπαν την “τάξη” ως προϋπόθεση για τη μεταρρύθμιση και συχνά ήταν εξίσου επίμονοι και δρακόντειοι με τους συντηρητικούς στην ετοιμότητά τους να ειρηνεύσουν την Chinatown.

Η El Escandolo αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης στον ισπανικό φιλελευθερισμό. Μέρος της αυξανόμενης αντιμοναρχικής αντιπολίτευσης της Ισπανίας τη δεκαετία του 1920, η El Escandolo ταυτίστηκε με την προοδευτική άποψη ή, όπως την αποκαλούσε, “μια φιλελεύθερη αντίληψη για τη ζωή”- όχι χωρίς χιούμορ, ο υπότιτλος της εφημερίδας την περιέγραφε ως “μια σύγχρονη εβδομαδιαία εφημερίδα εντυπωσιακών άρθρων και ειρηνιστικού αγώνα”.

Η εφημερίδα υπερασπιζόταν ένα σύγχρονο στυλ δημοσιογραφίας που κατέγραφε την ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας. Οι συνεργάτες της προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από την επαγγελματική μεσαία τάξη και περιλάμβαναν γιατρούς, δικηγόρους και δημόσιους υπαλλήλους. Το επίκεντρο της εφημερίδας ήταν επίσης ρητά αστικό. Όλοι οι δημοσιογράφοι της είχαν εμμονή με τη ζωή στην πόλη. Απολάμβαναν και ταυτόχρονα απωθούσαν τη σκοτεινή πλευρά της πόλης. Είναι σημαντικό, ωστόσο, ότι παράλληλα με αυτόν τον αέρα πολιτικής νεωτερικότητας, ο χωροταξικός σχολιασμός στην El Escandolo επηρεαζόταν σε μεγάλο βαθμό από τον λόγο των αστικών μεταρρυθμιστών και ηθικολόγων του 19ου αιώνα και αποκάλυπτε μια αταλάντευτη εμμονή στη διατήρηση της τάξης.

Το ενιαίο μέτωπο των ελίτ μπορεί να φανεί στον τρόπο με τον οποίο φιλελεύθεροι, συντηρητικοί και Καταλανοί εθνικιστές συμφωνούσαν ότι η Chinatown διέφερε από τα επικρατούντα ήθη και πρότυπα της Βαρκελώνης. Περιγράφηκε ως ”ανεξάρτητη από την υπόλοιπη Βαρκελώνη”, ως ηθικά αποκομμένη από την πόλη. Από αυτή την άποψη, ο μύθος της Chinatown ήταν το αποκορύφωμα τεσσάρων δεκαετιών ανησυχίας της ελίτ για τις δυσάρεστες επιπτώσεις της αστικοποίησης στον εγωισμό, την εγκληματικότητα, την ανηθικότητα και τον αλκοολισμό. Αποτελούσε μια επαναδιατύπωση του λόγου των ”επικίνδυνων τάξεων” της δεκαετίας του 1880, μιας παλαιότερης πανευρωπαϊκής γλώσσας της εξουσίας που συμπυκνώσει μια βαθιά απαισιοδοξία για τις συνέπειες της αστικοποίησης.

Πράγματι, στην περίπτωση της Βαρκελώνης, οι φόβοι για τις επικίνδυνες τάξεις είχαν επί μακρόν επικεντρωθεί στη Raval. Όπως παρατήρησε η El Escandolo, η περιοχή αποτελούσε ”διαχρονική ανησυχία των λογικών ανθρώπων και των ανθρώπων της τάξης”.

Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί ενέκριναν επίσης τις σύγχρονες φυλετικές προκαταλήψεις της Δύσης σχετικά με την υποτιθέμενη διαφθορά και βρωμιά των Κινέζων μεταναστών. Παρόλο που δεν υπήρχε κινεζική κοινότητα στη Βαρκελώνη εκείνη την εποχή, ο αντι-ανατολικός ρατσισμός ήταν πολύ έντονος μεταξύ των τοπικών πολιτικών και ελίτ. Ακόμη και ριζοσπάστες αριστεροί ρεπουμπλικάνοι, όπως η ομάδα L’Opinio, κατήγγειλαν τον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό ως τον ”κίτρινο κίνδυνο”.

Υπήρχε, εξάλλου, μια τοπική παράδοση επίκλησης φυλετικών κατηγοριών για τον εξωτισμό συγκεκριμένων χώρων που αμφισβητούσαν την αστική τάξη στη Βαρκελώνη. Τη δεκαετία του 1880, μια κοινότητα με παράγκες που ιδρύθηκε από άστεγους μετανάστες εργάτες στην παραλία, κοντά στη μεγάλη βιομηχανική περιοχή Poblenou, βαφτίστηκε Πεκίνο (Pekın) από τοπικούς σχολιαστές, περίπου σαράντα χρόνια πριν από την εφεύρεση της Chinatown.

Οι Καταλανοί εθνικιστές αρέσκονταν ιδιαίτερα στην εξωτερίκευση των κοινωνικών προβλημάτων. Όπως και πολλές άλλες ομάδες ελίτ, υιοθέτησαν επίσης έναν αποικιοκρατικό λόγο για να ρατσιστικοποιήσουν την εργατική τάξη – τόσο την καταλανική όσο και τη μεταναστευτική – μαζί με τα κοινωνικά προβλήματα και τις συγκρούσεις.

Ως εκ τούτου, ανέκαθεν αναφέρονταν στην Chinatown ως Barrio Chino, στα ισπανικά και όχι στα καταλανικά, υπονοώντας ότι τα προβλήματα της περιοχής ήταν εξηγήσιμα με όρους μετανάστευσης από τις υποβαθμισμένες γεωργικές περιοχές της Ισπανίας. Ορισμένοι Καταλανοί εθνικιστές περιέγραψαν μάλιστα τη Raval ως ”την Ανδαλουσία της Βαρκελώνης”.

Το μεγάλο δέλεαρ της εξωτερίκευσης της Raval ήταν ότι απέφευγε να θέσει αμήχανα ερωτήματα σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη, την αστική κρίση και τις ανισότητες μεταξύ πλούσιων και φτωχών συνοικιών.

Το επίσημο ενδιαφέρον για την Chinatown έφτασε στο αποκορύφωμά του τη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Δημοκρατίας, όταν αρκετοί πρώην συνεργάτες της El Escandolo κατέλαβαν σημαντικές πολιτικές θέσεις.

Μια ευρεία πολιτική συναίνεση διαμορφώθηκε γύρω από το ”πρόβλημα” της Chinatown ως τη σημαντικότερη πρόκληση για την κοινωνική τάξη της Βαρκελώνης.

Η Chinatown έγινε το μόνιμο μέλημα ενός συνασπισμού ”ειδικών” της μεσαίας τάξης. Στην πρωτοπορία βρίσκονταν μέλη του ιατρικού επαγγέλματος, τόσο γιατροί όσο και ψυχίατροι, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν συστηματικά την ιατρική γλώσσα για να διαγνώσουν τη Raval ως ”άρρωστο” χώρο.

Ένα καλό παράδειγμα αυτού του ρεύματος ήταν ο Dr Jaume Aiguader i Miro, πρώην σοσιαλδημοκράτης και δήμαρχος της Βαρκελώνης κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας. Συγγραφέας πολλών μελετών για τις στεγαστικές και κοινωνικές συνθήκες στην πόλη, ο Aiguader i Miro κατήγγειλε τη ”διαστροφή” της Raval.

Το μήνυμα αυτό ενισχύθηκε περαιτέρω από στεγαστικούς μεταρρυθμιστές, πολεοδόμους, εγκληματολόγους, δημοτικούς διοικητικούς υπαλλήλους, τοπικούς πολιτικούς και κοινωνικούς μεταρρυθμιστές.

Ο πανικός της Chinatown βρήκε επίσης απήχηση στο εργατικό κίνημα τη δεκαετία του 1930, σε μεγάλο βαθμό χάρη στους δημοσιογράφους της El Escandolo, αρκετοί από τους οποίους είχαν διασυνδέσεις με τα μικρά ρεφορμιστικά συνδικάτα και τις πολιτικές ομάδες της Βαρκελώνης, όπως η Unio Socialista de Catalunya (USC/Σοσιαλιστική Ένωση της Καταλονίας).

Για αυτούς τους σοσιαλδημοκράτες, όχι μόνο οι χοντροκομμένες, ηδονιστικές απολαύσεις της Chinatown αποτελούσαν προσβολή για την αίσθηση της προλεταριακής αξιοπρέπειας και της αναβαλλόμενης ικανοποίησης, αλλά ισχυρίζονταν επίσης ότι οι αναρχικοί αντίπαλοί τους βρίσκονταν σε συμμαχία με ”υπόγεια παράσιτα” και ένα λούμπεν προλεταριάτο ”επαγγελματιών τεμπέληδων και κλεφτών”.

Για αυτόν τον ευρύ συνασπισμό ομάδων, το μεγάλο πολιτικό πλεονέκτημα της Chinatown ήταν ότι επέτρεπε σε μια ποικιλία διακριτών και ξεχωριστών προκλήσεων της αστικής τάξης (επαναστάτες, επαγγελματίες εγκληματίες, έμποροι ναρκωτικών, νταβατζήδες και άλλοι αντικοινωνικοί τύποι) να χαρακτηρίζονται και να συγχωνεύονται σαν να αποτελούσαν μια συντονισμένη εκστρατεία κατά της καθιερωμένης τάξης.

Κατά συνέπεια, οι πολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις της Raval ποινικοποιήθηκαν, το αναρχικό κίνημα τοποθετήθηκε στο ίδιο ηθικό επίπεδο με τον υπόκοσμο και μια πολιτικά προβληματική κοινότητα άρχισε να ορίζεται με όρους δημόσιας τάξης.

Με ωμά λόγια, η Chinatown παρείχε την ευκαιρία να μεταβληθεί η λαϊκή στάση απέναντι στο ρόλο του κράτους και να δικαιολογηθεί ο κρατικός καταναγκασμός. Αναγάγει τα πολύπλοκα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά ζητήματα σε πρόβλημα νόμου και τάξης.

Στην πράξη, αυτό νομιμοποίησε μυριάδες εκστρατείες ηθικής, σχέδια μεταρρυθμίσεων, εκστρατείες εγκράτειας, πρωτοβουλίες αλφαβητισμού και κυρίως, αστυνομική καταστολή. Όλα αυτά τα μέτρα σχεδιάστηκαν για να απομονώσουν τους ”άξιους” φτωχούς από τους ”ανάξιους”, τους ”ευυπόληπτους” από τους ”άγριους” και τους ”μετριοπαθείς” από τους ”εξτρεμιστές”. Τα ”υγιή” στοιχεία θα μπορούσαν στη συνέχεια να ενταχθούν με ασφάλεια στην ”αξιοσέβαστη” κοινωνία, ενώ τα ”εκφυλισμένα και ανυπότακτα” στοιχεία θα υποβάλλονταν σε μέτρα ”κοινωνικής υγιεινής και κάθαρσης”.

Η εμμονή με την αναδιοργάνωση της Chinatown κορυφώθηκε το 1934 με το ”Σχέδιο Macia” , ένα μοντερνιστικό σχέδιο για μια ”Νέα Βαρκελώνη” (Barcelona nova) που βασιζόταν στη βίαιη καταστροφή της Raval σύμφωνα με τη νέα ιδεολογία του περιφερειακού σχεδιασμού.

Το Σχέδιο Macia ανατέθηκε την άνοιξη του 1932 και αποτέλεσε ένα συνεργατικό εγχείρημα μεταξύ μιας τοπικής τεχνοκρατικής δεξαμενής σκέψης, της Grup d’Arquitectes i Tecnics Catalans (Ομάδα Καταλανών Τεχνικών και Αρχιτεκτόνων / GATCPAC), και του Le Corbusier, του Svengali των νεωτεριστικών αστικο-τεχνοκρατικών ουτοπιών.

(Το σχέδιο πήρε το όνομά του μετά τη συνάντηση του Le Corbusier με τον Καταλανό πρόεδρο Macia- ο θαυμασμός του Le Corbusier για την εξουσία τον υποχρέωσε να ονομάσει το σχέδιο προς τιμήν του προστάτη του).

Εμπνευσμένο από το αξίωμα του Le Corbusier, ”Αρχιτεκτονική ή επανάσταση. Η επανάσταση μπορεί να αποφευχθεί”, η ουσία του σχεδίου ήταν η κατεδάφιση της Raval.

Σε μια περίπτωση, ο Lluıs Companys, ο οποίος διαδέχθηκε τον Macia ως πρόεδρος της Καταλονίας το 1934, μίλησε εμπιστευτικά στον Josep Lluıs Sert, έναν από τους μαθητές του Le Corbusier στη Βαρκελώνη, για την επιθυμία του να κατεδαφίσει τη Raval “με κανονιοβολισμό”.

Ωστόσο, ο Le Corbusier δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη ενθάρρυνση. Μετά από μια επίσκεψη στη Raval κατά τη διάρκεια ενός από τα ταξίδια του στη Βαρκελώνη, έμεινε τρομοκρατημένος από το πυκνό και ανθυγιεινό οικιστικό απόθεμα της περιοχής. Η λύση, πίστευε ο Le Corbusier, βρισκόταν στο ”σφουγγάρισμα” (esponjament) των δρόμων της Raval και την αντικατάστασή τους με μια σειρά από ευθείες οδούς και μεγάλες οδικές αρτηρίες.

Στην τεχνοκρατική ουτοπία, η παλιά πόλη θα αναγεννιόταν και η βελτιωμένη ροή αγαθών, υπηρεσιών και ανθρώπων θα έφερνε ”πρόοδο” και αυξημένη βιομηχανική δύναμη σε ολόκληρη την Καταλονία. Εν τω μεταξύ, οι πρώην κάτοικοι της Raval θα απομακρύνονταν από το κέντρο της πόλης για να καταλάβουν σύγχρονες πολυώροφες πολυκατοικίες τύπου Bauhaus στις παρυφές της Βαρκελώνης.

Το σχέδιο Macia παρέμεινε στο σχεδιαστήριο. Εμποδίστηκε τόσο από δημοσιονομικά προβλήματα όσο και από το ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου το 1936, μετά το οποίο έγινε ουτοπικό όνειρο φιλελεύθερων σχεδιαστών της μεσαίας τάξης.

Οι σχολιαστές συνήθως ερμηνεύουν το Σχέδιο Macia και τους υποστηρικτές της ριζοσπαστικής πρωτοπορίας του στο GATCPAC ως εμπνευσμένους από προοδευτικές, δημοκρατικές και αντιφασιστικές ιδέες.

Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση αποκαλύπτει ότι το Σχέδιο Macia και το GATCPAC υπάκουαν σε έναν πιο παραδοσιακό λόγο και μια πιο παραδοσιακή ατζέντα. Το GATCPAC κατήγγειλε τον υπερπληθυσμό στη Raval ως “καρκίνο”, χρησιμοποιώντας την ιατρική γλώσσα για να επιστήσει την προσοχή στα “κέντρα μόλυνσης” στην Chinatown, η οποία, όπως ισχυριζόταν, ήταν μια “κλινική περίπτωση”.

Ομοίως, το σχέδιο Macia χαρακτήριζε το καταπιεστικό υπόγειο ρεύμα του λόγου της Chinatown. Στην πραγματικότητα, στις γενικές του γραμμές, το σχέδιο επιδίωκε συναφείς στόχους με το σχέδιο Cerda. Εξίσου, το Σχέδιο Macia έμοιαζε με την Hausmannization του Παρισιού του 19ου αιώνα.

Και τα δύο ήταν κατάλληλα για τις οικονομικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις ασφάλειας των κατόχων της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της εποχής.

Και τα δύο επεδίωκαν να οδηγήσουν μεγάλους δρόμους μέσα από τα στενά, δαιδαλώδη δρομάκια των εργατικών συνοικιών, προκειμένου να διευκολύνουν τη διακίνηση των εμπορευμάτων και όταν ήταν απαραίτητο, των δυνάμεων της δημόσιας τάξης.

Πράγματι, οι διαστάσεις ασφάλειας του Σχεδίου Macia είναι αδιαμφισβήτητες. Υποσχόταν την ειρήνευση της Raval μέσω της ”πλήρους αποστείρωσης” του ”εσωτερικού εχθρού” που κατοικούσε στη ”συνοικία των καταραμένων […] στην καρδιά της πόλης”, ήταν ένα δοκίμιο κοινωνικού και χωρικού αποκλεισμού, ένα βίαιο πρόγραμμα εκκαθάρισης των παραγκουπόλεων, σχεδιασμένο για να καταστρέψει τους τυχαία διατεταγμένους, ελικοειδείς, στενούς δρόμους του λαβύρινθου της παλιάς πόλης που ήταν ευκολότερο να χαρτογραφηθούν και να παρακολουθηθούν από το κράτος, ενώ ταυτόχρονα ανάγκαζε τον εξεγερμένο πληθυσμό του να φύγει από το κέντρο της πόλης, διασκορπίζοντάς τον μακριά από τις εστίες της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Σε αυτή την περίπτωση, το συχνά αναφερόμενο σχέδιο του Le Corbusier να “σκοτώσει τον δρόμο” σήμαινε την εκδίωξη μιας ιστορικά επαναστατικής κοινότητας σε νεοσχεδιασμένους χώρους όπου θα ήταν πιο εύκολο να περιοριστεί και να αστυνομευτεί από τις δυνάμεις ασφαλείας.

Εν τω μεταξύ, τα κοινωνικά δίκτυα και οι τοπικές αλληλέγγυες σχέσεις που είχαν στηρίξει την αντικαπιταλιστική αντίσταση στη Raval θα διαταράσσονταν.

Ωστόσο, αυτό ήταν κάτι περισσότερο από μια επίθεση κατά της Raval και των κατοίκων της. Η προγραμματισμένη κατεδάφιση της γενέτειρας της εργατικής τάξης της Βαρκελώνης ήταν μια πράξη επίθεσης κατά της τοπικής ιστορίας της προλεταριακής αντίστασης.

Σήμαινε την καταστροφή βασικών ιστορικών και συμβολικών χώρων της εργατικής τάξης της Βαρκελώνης, την εξάλειψη των τόπων μνήμης της αντίστασης στο κεφάλαιο, των διαδηλώσεων, των ταραχών, των οδοφραγμάτων, των εξεγέρσεων και μιας ολόκληρης σειράς συμπεριφορών διαμαρτυρίας που είχαν λάβει χώρα από τη δεκαετία του 1830.

Οι χώροι του αγώνα επρόκειτο να αντικατασταθούν από μεγάλους δρόμους, τόπους χωρίς ιστορία, γύρω από τους οποίους θα ήταν αδύνατο να υπάρξουν νέες αλληλέγγυες σχέσεις. Με την εξάλειψη αυτών των χώρων μνήμης της εργατικής τάξης, η συλλογική μνήμη των αγώνων και των ταυτοτήτων που περιείχαν αυτοί οι χώροι θα ξεθώριαζε επίσης και δεν θα χρησίμευαν πλέον ως πηγή έμπνευσης για τις μελλοντικές γενιές των εργαζομένων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι προφητείες ότι ”άγγελοι εκδικητές” θα ξεπηδούσαν από τη Raval αποδείχθηκαν βάσιμες κατά τη διάρκεια της επανάστασης που συνόδευσε την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. Κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο, η Raval, όπως και η υπόλοιπη Βαρκελώνη, επιλέχθηκε για τιμωρία για το αντιεκκλησιαστικό και επαναστατικό παρελθόν της.

Η συλλογική μνήμη της ελίτ για το φάντασμα της Chinatown και οι ηθικοί πανικοί άντεξαν και στη μεταφρανκιστική δημοκρατία, όταν, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη, αποτέλεσαν έμπνευση για μια νέα γενιά πολεοδόμων που υπέβαλαν τους δρόμους της Raval σε μια φαύλη διαδικασία αστικής μεταρρύθμισης και εκκαθάρισης των παραγκουπόλεων.

Σήμερα, ο εξευγενισμός και η κερδοσκοπία των ακινήτων συνεχίζουν να υπονομεύουν τους χώρους μνήμης της εργατικής τάξης της Raval, αποτελώντας μέρος ενός προγράμματος κοινωνικής εκκαθάρισης και αποικισμού της μεσαίας τάξης στην περιοχή. Ωστόσο, οι παραδόσεις διαμαρτυρίας της Raval είναι ανθεκτικές και η επιβολή των αστικών στρατηγικών από τα πάνω συνεχίζει να εμπνέει την άμεση δράση συλλογικής αντίστασης από ομάδες που έχουν τις ρίζες τους στη “Δημοκρατία των δρόμων”.

Πρωτότυπο κείμενο: https://eprints.lancs.ac.uk/id/eprint/4118/1/ealham1.pdf

1 Ένα απο αυτά τα doss-σπίτια (ξενώνες – κοιτώνες) ήταν γνωστό ως “τα τρία οκτάρια”, απο τον αριθμό των ημερήσιων βαρδιών στα κρεβάτια [Rafael Vidiella, Los de ayer (Barcelona, 1938), σελ. 33]. Σε μερικά απο τα flop-σπίτια (κοιτώνες-κοιμητήρια) κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί βαθιά: αυτά αποτελούνταν από μεγάλα δωμάτια με ένα σχοινί στο κέντρο που πάνω τους στηρίζονταν οι εργάτες για να κοιμηθούν όρθιοι. Από αυτή την στάση του σώματος προήλθε η σημασία του όρου hangover

Αφήστε μια απάντηση