ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο 10ο τεύχος του Internationale Situationniste, τον Μάρτιο του 1966, ή αλλιώς πως η γενεαλογία της ηθικής και η γλώσσα έχουν κοινό ιδιοκτήτη. σύνδεσμος για το πιντιέφ: 086_Οι αιχμάλωτες λέξεις_Mustapha Khayati


ΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

(ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σ’ ΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ)

Οἱ κοινοτοπίες μέ ὅσα κρύβουν, ἐργάζονται γιά τήν κυρίαρχη ὀργάνωση τῆς ζωῆς. Μιά ἀπ᾿ αὐτές τίς κοινοτοπίες, ὑποστηρίζοντας ὅτι τo γλωσικό σύστημα δέν εἶναι διαλεκτικό, ἀπαγορεύει τή χρήση κάθε διαλεκτικῆς. Ωστόσο τίποτα δέν ὑποτάσσεται τόσο φανερά στή διαλεκτική ὅσο τό γλωσικό σύστημα ὡς ζωντανή πραγματικότητα. Ὅλες οἱ κριτικές τοῦ παλιοῦ κόσμου ἔγιναν μέ τή γλώσσα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί παρ’ ὅλ’ αὐτά ἐναντίον του – ἄρα, αὐτομάτως, μέ μιά ἄλλη γλώσσα.

Κάθε ἐπαναστατική θεωρία χρειάστηκε να ἐφεύρει τίς δικές της λέξεις, να καταστρέψει τήν κυρίαρχη ἔννοια τῶν ὑπόλοιπων λέξεων καί να ὁρίσει καινούργιες θέσεις μέσα τόν «κόσμο τῶν νοημάτων» – θέσεις πού ἀντιστοιχοῦν στήν καινούργια πραγματικότητα,ἡ ὁποία μόλις σχηματίζεται καί πρέπει ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἐπικρατοῦσα σύγχιση. Οἱ ἴδιοι
λόγοι πού ἐμποδίζουν τοὺς ἀντιπάλους μας (τούς ἀφέντες τοῦ Λεξικοῦ) ν’ ἀπολιθώσουν τή γλώσσα, ἐπιτρέπουν σήμερα σ᾽ ἐμᾶς νὰ ἐκφράσουμε καινούργιες θέσεις πού ἀρνιοῦνται τὸ ὑπάρχον νόημα.

Ωστόσο ξέρουμε ἀπό τὰ πρίν ὅτι οἱ ἴδιοι ἀκριβῶς λόγοι δέν μᾶς ἐπιτρέπουν να προβάλλουμε μιά ὁριστική βεβαιότητα. Ἕνας ὁρισμός εἶναι πάντοτε ἀνοικτός, ποτέ ὁριστικός. Καί οἱ δικοί μας ὁρισμοί ἰσχύουν ἱστορικά, γιά μιά συγκεκριμένη περίοδο, στενά συνδεδεμένη μέ μιά συγκεκριμένη ἱστορική πράξη. Εἶναι ἀδύνατο να ξεφορτωθοῦμε ἕναν ὁλόκληρο κόσμο χωρίς ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό γλωσσικό σύστημα που τόν κρύβει καί τόν διασφαλίζει, χωρίς να ξεγυμνώσουμε τὴν ἀλήθεια του.

Ἡ ἐξουσία εἶναι τό διαρκές ψέμμα καί ἡ «κοινωνική ἀλήθεια».

Το γλωσσικό σύστημα ἀποτελεῖ τή διαρκή ἐγγύησή της καί το Λεξικό εἶναι ἡ καθολική ἀναφορά της.

Κάθε ἐπαναστατική πράξη (praxis) βρέθηκε στην ἀνάγκη να συγκροτήσει ἕνα καινούργιο πεδίο σημείων καί νὰ ἐκφράσει μια καινούργια ἀλήθεια. ᾿Από τούς Εγκυκλοπαιδιστές μέχρι τήν «κριτική τῆς σταλινικῆς ξύλινης γλώσσας» (ἀπό τούς πολωνούς διανοούμενους το 1956), αὐτή ἡ ἀπαίτηση ἔμεινε σταθερή γιατί τό γλωσσικό σύστημα εἶναι ἡ κατοικία τῆς ἐξουσίας, το καταφύγιο τῆς ἀστυνομικῆς βίας της.

Κάθε διάλογος μέ τήν ἐξουσία εἶναι βία, μιά βία πού εἴτε τήν ὑφίστασαι εἴτε σοῦ την προκαλοῦν.

Ὅταν ἡ ἐξουσία ἐξοικονομεῖ τή χρήση τῶν ὅπλων της, ἀναθέτει στο γλωσσικό σύστημα τήν φροντίδα να διαφυλάξει τό καταπιεστικό κατεστημένο. ᾿Ακόμα περισσότερο, ὁ συνδυασμός καί τῶν δυό ἀποτελεῖ τήν πιό φυσική ἔκφραση κάθε ἐξουσίας.

Οἱ λέξεις ἀπέχουν ἀπό τις ἰδέες ἕνα μόνο βῆμα κι αὐτό τό βήμα πάντα τό κάνει ἡ ἐξουσία κι οἱ στοχαστές της.

Ὅλες οἱ θεωρίες για τό γλωσικό σύστημα – ἀπό τόν ἠλίθιο μυστικισμό τοῦ ὄντος μέχρι τόν ὑπέρτατο (καταπιεστικό) ὀρθολογισμό τῆς κυβερνητικῆς μηχανῆς – ἀνήκουν στόν ἴδιο κόσμο, στό λόγο τῆς ἐξουσίας, πού τόν θεωροῦν τόν μοναδικό κόσμο στόν ὁποῖο μπορεῖ ν’ ἀναφέρεται κανείς ὡς καθολική μεσολάβηση. Όπως ὁ χριστιανικός Θεός εἶναι ἡ ἀναγκαία μεσολάβηση ἀνάμεσα σε δυό συνειδήσεις κι ἀνάμεσα στη συνείδηση καί στόν ἑαυτό, ὁ λόγος τῆς ἐξουσίας ἐγκαθίσταται στήν καρδιά κάθε ἐπικοινωνίας καί γίνεται ἡ ἀναγκαία μεσολάβηση ἀνάμεσα στο ἄτομο καὶ τόν ἑαυτό του.

Ἔτσι καταφέρνει να καθυποτάξει τήν ἀμφισβήτηση τοποθετώντας την ἀπό τὰ πρίν στοδικό του πεδίο, ἐλέγχοντάς την, ὑπονομεύοντάς την ἀπό τα μέσα.

Ἡ κριτική τοῦ κυρίαρχου γλωσσικοῦ συστήματος, ἡ μεταστροφή του, θ’ ἀποτελέσει σταθερή πρακτική τῆς καινούργιας ἐπαναστατικῆς θεωρίας.

Ἐπειδή οἱ ᾿Αρχές ἀποκαλοῦν διαστρέβλωση κάθε καινούργιο νόημα, οἱ καταστασιακοί θὰ ἐπιβάλουν τή νομιμότητα τῆς διαστρέβλωσης καί θα καταγγείλουν τήν ἀπάτη τοῦ νοήματος πού ἐγγυᾶται καί δίνει ἡ ἐξουσία. Ἐπειδή το λεξικό εἶναι ὁ φύλακας τοῦ ὑπάρχοντος νοήματος, σκοπεύουμε να τό καταστρέψουμε συστηματικά.

Ἡ ἀντικατάσταση τοῦ λεξικού – τοῦ ἀφεντικοῦ πού μιλᾶ (καί σκέφτεται) στό ὄνομα κάθε κληρονομημένου καί ὑποδουλωμένου γλωσσικοῦ συστήματος – θα βρεῖ τό πλῆρες νόημά της στην ἐπαναστατική ὑπονόμευση τοῦ γλωσσικοῦ συστήματος, στη μεταστροφή που σε μεγάλο βαθμό ἔκανε ὁ Μάρξ, συστηματοποίησε ὁ Λοτρεαμόν (Lautréamont) καί ἡ Κ.Δ. προσφέρει σ’ ὅλον τόν κόσμο.

Ἡ μεταστροφή, πού ὁ Λοτρεαμόν ἀποκαλοῦσε λογοκλοπή, ἐπιβεβαιώνει μια θέση που ἀπό καιρό διατύπωσε ή μοντέρνα τέχνη: οἱ λέξεις εἶναι ἀνυπότακτες, ἡ ἐξουσία δέν μπορεῖ νά ἐπαναφομοιώσει ὁλοκληρωτικά τα νοήματα πού ἔχουν δημιουργηθεί, δέν μπορεῖ ν᾿ ἀπολιθώσει τὸ ὑπάρχον νόημα. Μέ λίγα λόγια εἶναι ἀδύνατο να ὑπάρξει μιά «νοβλάνγκ».

Ἡ καινούργια ἐπαναστατική θεωρία δέν μπορεῖ να προχωρήσει ἄν δέν ξανακαθορίσει τίς κυριότερες ἔννοιες πού τήν στηρίζουν.

«Οἱ ἰδέες βελτιώνονται λέει ὁ Λοτρεαμόν, καί το νόημα τῶν λέξεων συμμετέχει σ’ αὐτήν τη βελτίωση. Ἡ λογοκλοπή εἶναι ἀναγκαία: τήν ἐπιβάλλει ἡ πρόοδος. ᾿Ακολουθεί κατά βήμα τη φράση ἑνός συγγραφέα, χρησιμοποιεῖ τίς ἐκφράσεις του, σβύνει μιά λαθεμένη ἰδέα καί τήν ἀντικαθιστᾶ μέ μιά σωστή». Γιά να διασώσουμε τή σκέψη τοῦ Μάρξ πρέπει διαρκῶς να τήν ἀποσαφηνίζουμε, να τη διορθώνουμε, νά τήν ξαναδιατυπώνουμε κάτω ἀπό τό φῶς τῶν ἑκατό χρόνων πού πέρασαν ἐνισχύοντας τήν ἀλλοτρίωση καί τίς δυνατότητες ἄρνησής της.

Όσοι συνεχίζουν αὐτόν τόν ἱστορικό δρόμο πρέπει να μεταστρέψουν τόν Μάρξ καί ὄχι να τόν παραθέτουν ἠλίθια ὅπως κάνουν οἱ χιλιάδες ἐπαναφομοιωτές.

᾿Από τήν ἄλλη ἡ ἴδια ἡ σκέψη τῆς ἐξουσίας γίνεται στα χέρια μας ἕνα ὅπλο ἐνάντια στήν ἐξουσία.

Ἡ νικηφόρα ἀστική τάξη εἶχε ὀνειρευτεῖ μιά παγκόσμια γλώσσα, αὐτην πού σήμερα προσπαθοῦν νά κατασκευάσουν ἠλεκτρονικά οἱ ὀπαδοί τῆς Κυβερνητικῆς.

Ο Καρτέσιος ὀνειρευόταν ἕνα γλωσσικό σύστημα (πρόγονο τῆς νοβλάνγκ) στό ὁποῖο οἱ σκέψεις θά διατυπώνονταν μέ τή μαθηματική ἀκρίβεια τῶν ἀριθμῶν: θα ταν ἡ “mathesis universalis” (καθολική μάθηση) δηλαδή ἡ διαιώνιση τῶν ἀστικῶν κατηγοριῶν. Ἀντιμετωπίζοντας τη φεουδαρχική ἐξουσία, οἱ Ἐγκυκλοπαιδιστές ὀνειρεύονταν «ὁρισμούς τόσο αὐστηρούς ὥστε ἡ τυραννία δέν θά κατόρθωνε να τούς χρησιμοποιήσει». Ἔτσι προετοίμαζαν τήν αἰωνιότητα τῆς μελλοντικῆς ἐξουσίας ὡς ὕστατου ἐπιχειρήματος τοῦ κόσμου, τῆς ἱστορίας.

Σε μιά πειραματική φάση, ἀπό τόν Ρεμπώ (Rimbaud) μέχρι τούς ὑπερρεαλιστές, ἡ ἀνυποταξία τῶν λέξεων ἀποκάλυψε ὅτι ἡ θεωρητική κριτική τοῦ κόσμου τῆς ἐξουσίας εἶναι ταυτόσημη μέ μιά πρακτική πού τόν καταστρέφει – κι αὐτό ἀποδεικνύει δυστυχῶς ἡ ἐπαναφομοίωση ὅλης τῆς μοντέρνας τέχνης ἀπό τήν ἐξουσία καί ὁ μετασχηματισμός της σε καταπιεστικές κατηγορίες τοῦ κυρίαρχου θεάματός της. «Ο,τι δέν σκοτώνει τήν ἐξουσία, ἡ ἐξουσία τό σκοτώνει».

Πρώτοι οἱ Ντανταϊστές ἔδωσαν στίς λέξεις τή δυσπιστία τους μαζί μέ μιά θέληση «γι’ ἀλλαγή τῆς ζωῆς». Μετά τόν Σάντ αὐτοί διακήρυξαν τό δικαίωμα να λέγονται τά πάντα, ν᾿ ἀπελευθερωθοῦν οἱ λέξεις καί «ν’ ἀντικατασταθεῖ ἡ ἀλχημεία τοῦ ρήματος μέ μιά ἀληθινή χημεία» (Μπρετόν). Στό ἑξῆς ἡ ἀθωότητα τῶν λέξεων καταγγέλλεται συνειδητά καί τό γλωσσικό σύστημα φανερώνεται ὡς «ἡ χειρότερη ἀπ᾿ ὅλες τίς συμβάσεις» πού πρέπει να καταστραφοῦν, ν’ ἀποφενακιστοῦν καί ν᾿ ἀπελευθερωθοῦν.

Οί σύγχρονοι τοῦ Νταντά δέν παρέλειπαν να ὑπογραμμίζουν τη θέλησή του να καταστρέψει τα πάντα («Επιχείρηση καταστροφῆς» ἔλεγε ἀνήσυχος ὁ (᾿Αντρέ Ζίντ ) καί πόσο ἐπικίνδυνο ἦταν γιά τό κυρίαρχο νόημα.

Μέ το Νταντά ἔγινε παράλογο να πιστεύουμε ὅτι μιά λέξη εἶναι αἰώνια δεμένη μέ μιά ἰδέα: τό Νταντα πραγμάτωσε ὅλες τίς δυνατότητες τοῦ λέγειν καί γκρέμισε μιά γιά πάντα τήν τέχνη ὡς εἰδικότητα.

Ἔθεσε ὁριστικά το πρόβλημα τῆς πραγμάτωσης τῆς τέχνης.

Ὁ ὑπερρεαλισμός ἔχει ἀξία μόνον ὡς προέκταση αὐτῆς τῆς ἀπαίτησης καί γι’ αὐτό εἶναι ἀντίδραση ὅσον ἀφορᾶ τά λογοτεχνικά ἔργα του.

Ἡ πραγμάτωση τῆς τέχνης, ἡ ποίηση (μέ τήν καταστασιακή ἔννοια), σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε να πραγματωθοῦμε σ’ ἕνα «ἔργο», ἀλλά ὅτι ἁπλῶς μποροῦμε να πραγματωθούμε. Τό «νά λέγονται τά πάντα», πού ἐγκαινίασε ὁ ντέ Σάντ, ἐπέβαλε κιόλας τή κατάργηση τοῦ πεδίου τῆς διαχωρισμένης λογοτεχνίας (ὅπου μόνον ὅ,τι εἶναι λογοτεχνικό μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ). Μόνο πού αὐτή ἡ κατάργηση – τήν ὁποία διακήρυξαν συνειδητά οἱ Ντανταϊστές, μετά τό Ρεμπώ καί τό Λοτρεαμόν – δέν ἦταν καί ξεπέρασμα.

Δέν ὑπάρχει ξεπέρασμα χωρίς πραγμάτωση καί δέν μποροῦμε νά ξεπεράσουμε τήν τέχνη χωρίς να τήν πραγματώσουμε.

Πρακτικά μάλιστα δέν ὑπῆρξε οὔτε κατάργηση ἐφόσον μετά τόν Τζόυς, τόν Ντυσάν καί το Νταντά μιά καινούργια θεαματική λογοτεχνία ἐξακολουθεῖ νά κατακλύζει τόν κόσμο.

Το «νά λέγονται τα πάντα» δέν μπορεῖ να ὑπάρξει χωρίς τήν ἐλευθερία να γίνονται τά πάντα.

Το Νταντά εἶχε μιά εὐκαιρία πραγμάτωσης με τον Σπάρτακο, τήν ἐπαναστατική πρακτική τοῦ γερμανικοῦ προλεταριάτου. Ἡ ἀποτυχία αὐτοῦ τοῦ προλεταριάτου ὁδήγησε ἀναγκαστικά κι
ἀναπόφευκτα στήν ἀποτυχία τοῦ Νταντά. Ἔτσι στις μετέπειτα καλλιτεχνικές σχολές (χωρίς να ἐξαιρέσουμε καί τό σύνολο τῶν πρωταγωνιστῶν του), το Νταντά κατάντησε λογοτεχνική ἔκφραση τοῦ κενοῦ τῆς ποιητικής πρακτικῆς, ἔγινε ἡ τέχνη που ἐκφράζει τό κενό τῆς καθημερινῆς ἐλευθερίας: Ἡ ἔσχατη ἔκφραση αὐτῆς τῆς στερημένης ἀπό πρακτική τέχνης τοῦ «νά λέγονται τά πάντα», εἶναι ἡ λευκή σελίδα…

Ἡ μοντέρνα ποίηση (πειραματική, ἀντιμεταθετική, χωριστική, ὑπερρεαλιστική ἤ νεοντανταϊστική) εἶναι τό ἀντίθετο τῆς ποίησης. Εἶναι το καλλιτεχνικό σχέδιο ὅπως τό ἔχει ἐπαναφομοιώσει ἡ ἐξουσία.

Καταργεῖ τήν ποίηση χωρίς να τήν πραγματώνει.

Ζεῖ ἀπό τήν ἀδιάκοπη αὐτοκαταστροφή τῆς ποίησης. «Γιατί λοιπόν νά σώσουμε τή γλώσσα – ἀναγνωρίζει μίζερα ὁ Μάξ Μπένζε – ὅταν δέν ὑπάρχει πιά τίποτε να εἰπωθεῖ;» Ὁμολογία εἰδικοῦ!

Παπαγάλισμα ἤ βουβαμάρα, αὐτές εἶναι οἱ μόνες ἐναλλαγές τῶν εἰδικῶν τῆς ἀντιμετάθεσης. Ἡ μοντέρνα σκέψη καί τέχνη ποὺ ἐγγυᾶται ἡ ἐξουσία (καί ἐγγυῶνται τήν ἐξουσία) κινοῦνται λοιπόν σ’ αὐτό που ὁ Χέγγελ ἀποκαλοῦσε «γλώσσα τῆς κολακείας».

Συνεισφέρουν στόν ἐγκωμιασμό τῆς ἐξουσίας καί τῶν προϊόντων της, τελειοποιοῦν τήν πραγμοποίηση καί τήν κάνουν καθημερινή, κοινότυπη. Λέγοντας ὅτι «ή πραγματικότητα συνίσταται στο γλωσσικό σύστημα» ἢ ὅτι τό γλωσσικό σύστημα «δέν μπορεῖ να θεωρηθεῖ παρά καθευατό καί γιά τὸν ἑαυτό του», οἱ εἰδικοί τοῦ γλωσσικοῦ συστήματος καταλήγουν στο «γλωσσικό σύστημαἀντικείμενο», στις «λέξειςπράγματα» καί ἀντλοῦν εὐχαρίστηση ἀπό τόν ἐγκωμιασμό τῆς ἴδιας τους τῆς πραγμοποίησης.

Τό μοντέλο τοῦ πράγματος κυριαρχεῖ καί γι’ ἄλλη μιά φορά τό ἐμπόρευμα βρίσκει τήν πραγμάτωσή του, τούς ποιητές του.

Η θεωρία τοῦ Κράτους, τῆς οἰκονομίας, τοῦ Δικαίου, τῆς φιλοσοφίας, τῆς τέχνης, ὅλες αὐτές οἱ θεωρίες ἔχουν σήμερα αὐτόν το χαρακτήρα τῆς ἀπολογητικῆς προφύλαξης.

Ὅπου ἡ διαχωρισμένη ἐξουσία ἀντικαθιστᾶ τήν αὐτόνομη δράση τῶν μαζῶν – συνεπῶς ὅπου ἡ γραφειοκρατία διευθύνει ὅλες τίς πλευρές τῆς κοινωνικῆς ζωῆς – ἐπιτίθεται στό γλωσσικό σύστημα καί ὑποβιβάζει τήν ποίησή του στή χυδαία πρόζα τῆς πληροφόρησής της.

Ιδιοποιεῖται ἀποστερητικά τό γλωσσικό σύστημα (ὅπως καί ὅλα τ᾽ ἄλλα) καί τό ἐπιβάλλει στίς μάζες. Ἔτσι τό γλωσσικό σύστημα ἀναλαμβάνει να μεταδώσει τα μηνύματα τῆς ἐξουσίας καί νά περικλείει τή σκέψη της.

Εἶναι τό ὑλικό ὑπόβαθρο τῆς ἰδεολογίας της.

Η γραφειοκρατία ἀγνοεῖ ὅτι τό γλωσσικό σύστημα εἶναι κατά πρῶτο λόγο ἕνα μέσον ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.

Ἐφόσον κάθε ἐπικοινωνία περνάει ἀπ᾿ αὐτήν, οἱ ἄνθρωποι φτάνουν στο σημείο νά μήν ἔχουν ἀνάγκη νά μιλήσουν ὁ ἕνας στόν ἄλλον: πρῶτ’ ἀπ᾿ ὅλα ὀφείλουν ν’ ἀναλάβουν το ρόλο τοῦ δέκτη μέσα σ’ αὐτό τό δίκτυο πληροφοριακῆς ἐπικοινωνίας, στο ὁποῖο ἔχει ὑποβιβαστεῖ ὁλόκληρη ή κοινωνία. Πρέπει να γίνουν δέκτες τῶν διαταγῶν πού τοὺς ἐπιβάλλουν νά ἐκτελέσουν.

Ὁ τρόπος ὕπαρξης αὐτοῦ τοῦ γλωσσικοῦ συστήματος εἶναι ἡ γραφειοκρατία. Μέλλον του εἶναι ἡ γραφειοκρατοποίηση.

Ἡ μπολσεβίκικη τάξη πραγμάτων πού γεννήθηκε ἀπό τήν ἀποτυχία τῆς σοβιετικῆς ἐπανάστασης, ἐπέβαλε μιά σειρά ἀπό περισσότερο ἤ λιγότερο μαγικές κι ἀπρόσωπες ἐκφράσεις, πιστές εἰκόνες τῆς κυρίαρχης γραφειοκρατίας. «Πολιτμπυρό», «Κομιντέρν», «Καβαρμέ», «᾿Αγκιτπρόπ», ὅλ᾽ αὐτά εἶναι μυστηριώδη ὀνόματα εἰδικευμένων καί πραγματικά μυστηριακῶν ὀργανισμῶν πού κινοῦνται μέσα στην ὀμιχλώδη σφαίρα τοῦ Κράτους (ἤ τῆς ἡγεσίας τοῦ κόμματος), χωρίς ἄλλη σχέση μέ τίς μάζες ἀπ᾿ αὐτήν πού ἀπαιτεῖται για να θεσμίσουν καί νὰ ἐνισχύσουν τήν ὑποταγή τους.

Τό ἀποικιοκρατούμενο ἀπό τή γραφειοκρατία γλωσσικό σύστημα ὑποβιβάζεται σε μιά σειρά ὅρων χωρίς ἀποχρώσεις καί χωρίς εὐλυγισία, ὅπου τα ἴδια ὀνόματα συνοδεύονται πάντοτε ἀπό τά ἴδια ἐπίθετα καί κατηγορούμενα. Τό ὄνομα τούς κυβερνάει καί κάθε φορά που ἐμφανίζεται αὐτοί ἀκολουθοῦν αὐτομάτως καί στο κατάλληλο ἔδαφος.

Αὐτή ἡ «καθυπόταξη» τῶν λέξεων ἐκφράζει μια βαθύτερη στρατιωτικοποίηση ὅλης τῆς κοινωνίας, τη διαίρεσή της σε δυό κύριες κατηγορίες: τὴν κάστα τῶν διευθυντῶν καί τή μεγάλη μάζα τῶν ἐκτελεστῶν.

᾿Αλλά οἱ ἴδιες λέξεις καλοῦνται ν᾿ ἀναλάβουν κι ἄλλους ρόλους.

Ἔχουν διαβρωθεῖ ἀπό τή μαγική δύναμη να ὑποστηρίζουν τήν καταπιεστική πραγματικότητα, νά τήν καλύπτουν καί να τήν παρουσιάζουν σὰν ἀλήθεια, τή μόνη δυνατή ἀλήθεια.

Ἔτσι δέν εἶσαι πιά «τροτσκιστής» ἀλλά «χιτλεροτροτσκιστής», δέν ὑπάρχει πιά μαρξισμός ἀλλά «μαρξισμός-λενινισμός» καί ἡ ἀντιπολίτευση ἀποτελεῖ αὐτομάτως «ἀντίδραση στο σοβιετικό καθεστώς». Ἡ αὐστηρότητα μέ τήν ὁποία ἱεροποιοῦνται οἱ λατρευτικοί ὅροι ἔχει στόχο να διατηρεῖ τήν καθαρότητα αὐτῆς τῆς «οὐσίας» ἀπέναντι στά γεγονότα που ὁλοφάνερα τῆς ἀντιτίθενται.

Ἔτσι το γλωσσικό σύστημα τῶν ἀφεντικῶν εἶναι τό πᾶν καί ἡ πραγματικότητα τίποτα, ἤ τό πολύ πολύ τό ὄστρακο αὐτοῦ τοῦ γλωσσικοῦ συστήματος.

Στά ἔργα τους, στίς σκέψεις καί στά συναισθήματά τους, οἱ ἄνθρωποι ὑποχρεώνονται νά συμπεριφέρονται λές καί εἶναι Κράτος τους αὐτή ἡ λογική, ἡ δικαιοσύνη κι ἡ ἐλευθερία που κηρύσσει ἡ ἰδεολογία. Ὁ μύθος (καί ἡ ἀστυνομία) εἶναι παρών γιά νά ἐποπτεύει αὐτήν τή συμπεριφορά (βλ. τό ἔργο τοῦ Μαρκοῦζε (Marcuse) Ο Σοβιετικός Μαρξισμός).

Ἡ παρακμή τῆς ριζοσπαστικῆς σκέψης μεγαλώνει σε μεγάλο βαθμό τὴν ἐξουσία τῶν λέξεων, τίς λέξεις τῆς ἐξουσίας. «Ἡ ἐξουσία δέν δημιουργεῖ τίποτα· ἐπαναφομοιώνει» (βλ. Κ.Δ. 8).

Οἱ λέξεις που σφυρηλατεῖ ἡ ἐπαναστατική κριτική εἶναι σάν τά ὅπλα πού ἄφηναν οἱ παρτιζάνοι στό πεδίο τῆςμάχης: περνοῦν στά χέρια τῆς ἀντεπανάστασης καί ὅπως οἱ αἰχμάλωτοι πολέμου ὑποτάσσονται στο καθεστώς τῶν καταναγκαστικῶν ἔργων.

Οἱ πιό ἄμεσοι ἐχθροί μας εἶναι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ψεύτικης κριτικῆς, οἱ ἀφοσιωμένοι ὑπάλληλοί της. Τό διαζύγιο ἀνάμεσα στή θεωρία καί την πρακτική ἀποτελεῖ τη θεμελιώδη βάση τῆς ἐπαναφομοίωσης, τῆς ἀπολίθωσης τῆς ἐπαναστατικῆς θεωρίας σε ἰδεολογία που μετασχηματίζει τίς πραγματικές πρακτικές ἀπαιτήσεις (τῶν ὁποίων σημάδια πραγματοποίησης ὑπάρχουν κιόλας μέσα στή σημερινή κοινωνία) σε συστήματα ἰδεῶν, σε ἀπαιτήσεις τοῦ λογικοῦ.

Οἱ κάθε λογῆς ἰδεολόγοι, τσοπανόσκυλα τοῦ κυρίαρχου θεάματος, εἶναι οἱ ἐκτελεστές αὐτοῦ τοῦ ἔργου.

Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀκόμα κι οἱ πιό διαβρωτικές ἔννοιες χάνουν το περιεχόμενό τους καί ξαναμπαίνουν σε κυκλοφορία στήν ὑπηρεσία τῆς συντηρούμενης ἀλλοτρίωσης: γίνονται αὐτός ὁ ἀναποδογυρισμένος ντανταϊσμός, καταντοῦν διαφημιστά σλόγκαν (βλ. το πρόσφατο διαφημιστικό φυλλάδιο τοῦ Κλάμπ Μεντιτερανέ).

Οἱ ἔννοιες τῆς ριζικῆς κριτικῆς γνωρίζουν τὴν ἴδια τύχη μέ το προλεταριάτο: τίς στεροῦν ἀπό τήν ἱστορία τους, τίς ξεκόβουν ἀπό τις ρίζες τους. Εἶναι καλές μόνο γιά τίς σκεψομηχανές τῆς ἐξουσίας.

Ὅσον ἀφορά τίς λέξεις τὸ ἀπελευθερωτικό ἐγχείρημά μας μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ ἱστορικά μέ τὴν ἐπιχείρηση τῶν Ἐγκυκλοπαιδιστῶν. ᾿Από τή γλώσσα τοῦ «διχασμοῦ» τοῦ Aufklärung (γιά να συνεχίσουμε τὴν εἰκόνα πού ἔδωσε ὁ Χέγγελ) ἔλειπε ἡ συνειδητή ἱστορική διάσταση.

Ἦταν ὁπωσδήποτε κριτική τοῦ παλιοῦ, ρημαγμένου φεουδαρχικοῦ κόσμου, ἀλλ᾽ ἀγνοοῦσε ὁλοκληρωτικά τόν καινούργιο κόσμο πού γεννιόταν: κανείς ἀπό τούς Ἐγκυκλοπαιδιστές δέν ἦταν δημοκρατικός. Αὐτό τό γλωσσικό σύστημα ἔκφραζε μᾶλλον τόν διχασμό τῶν ἴδιων τῶν ἀστῶν στοχαστῶν.

Το δικό μας γλωσσικό σύστημα ἀποσκοπεῖ πρῶτα καί κύρια στήν πρακτική πού κομματιάζει τόν κόσμο.

Πρῶτο του βήμα εἶναι νά κομματιάσει τά πέπλα πού τόν καλύπτουν.

Ἐνῶ οἱ Ἐγκυκλοπαιδιστές ἀναζητοῦσαν τήν ποσοτική ἀπαρίθμηση, τήν ἐνθουσιώδη περιγραφή ἑνός κόσμου ἀντικειμένων τή στιγμή πού ξεδίπλωνε τά φτερά της ἡ νικηφόρα πιά ἀστική τάξη καί τὸ ἐμπόρευμα, τό δικό μας λεξικό ἐκφράζει τό ποιοτικό καί τήν ἐφικτή νίκη πού ἀκόμα δέν εἶναι πραγματικότητα.

Ἐκφράζει τό ἀπωθημένο τῆς σύγχρονης ἱστορίας (τό Προλεταριάτο) καί τὴν ἐπιστροφή τοῦ ἀπωθημένου.

Στόχος μας εἶναι ἡ πραγματική ἀπελευθέρωση τοῦ γλωσσικοῦ συστήματος ἐπειδή θέλουμε να το ρίξουμε στην χωρίς κανένα φραγμό πρακτική.

᾿Απορρίπτουμε κάθε γλωσσολογική ἤ ἄλλη ἐξουσία: μόνον ἡ πραγματική ζωή δίνει το νόημα καί μόνον ἡ πράξη τό ἐπαληθεύει.

Η διαμάχη γύρω ἀπό τό πόσο πραγματικό εἶναι τό νόημα μιᾶς λέξης, εἶναι καθαρά σχολαστικό ζήτημα ἄν ἀπομονωθεῖ ἀπό τήν πρακτική.

Τοποθετοῦμε τό λεξικό μας σ’ ἐκείνην τήν ἐλευθεριακή περιοχή που ἐξακολουθεῖ να ξεφεύγει ἀπό τὴν ἐξουσία καί εἶναι ἡ μοναδική δυνατή καθολική κληρονόμος της.

Το γλωσσικό σύστημα ἐξακολουθεῖ νὰ ‘ναι ἡ ἀναγκαία μεσολάβηση τῆς συνειδητοποίησης τοῦ κόσμου τῆς ἀλλοτρίωσης (ὁ Χέγγελ θά ‘ λεγε: ἡ ἀναγκαία ἀλλοτρίωση), τό ἐργαλεῖο τῆς ριζικῆς κριτικῆς πού τελικά θά κατακτήσει τίς μάζες μιά καί εἶναι ἡ δική τους θεωρία. Τότε καί μόνο τότε θά βρεῖ τὴν ἀλήθεια του.

Συνεπῶς εἶναι πρωταρχικό να σφυρηλατήσουμε το δικό μας γλωσσικό σύστημα, τή γλώσσα τῆς πραγματικῆς ζωῆς, ἐνάντια στο ἰδεολογικό γλωσσικό σύστημα τῆς ἐξουσίας πού ἀποτελεῖ τόπο δικαιολόγησης ὅλων τῶν κατηγοριῶν τοῦ παλιοῦ κόσμου.

Πρέπει ἀπό τώρα κιόλας ν’ ἀπαγορεύσουμε τήν πλαστοποίηση τῶν θεωριῶν μας, τήν πιθανή ἐπαναφομοίωσή τους. Χρησιμοποιοῦμε καθορισμένες ἔννοιες, ἔννοιες πού τίς χρησιμοποίησαν κιόλας οἱ εἰδικοί. Ἐμεῖς ὅμως τούς δίνουμε ἕνα καινούργιο περιεχόμενο, στρέφοντάς τις ἐνάντια στίς εἰδικεύσεις πού ὑποστηρίζουν κι ἐνάντια στούς μελλοντικούς ἔμμισθους στοχαστές πού (ὅπως τό ἔκαναν ὁ Κλωντέλ γιά τόν Ρεμπώ καί ὁ Κλοσσόφσκι γιά τόν Σάντ) θὰ ἐπιχειρήσουν να προβάλλουν τή σαπίλα τους στήν καταστασιακή θεωρία.

Οἱ μελλοντικές ἐπαναστάσεις ὀφείλουν να ἐφεύρουν μόνες τους τή γλώσσα τους.

Γιά νά ξαναβροῦν τήν ἀλήθεια τους οἱ ἔννοιες τῆς ριζικῆς κριτικῆς θά ἐπανεξεταστοῦν μία πρός μία: ἡ λέξη ἀλλοτρίωση γιά παράδειγμα, μιά ἀπό τήν ἔννοιες-κλειδιά για τήν κατανόηση τῆς μοντέρνας κοινωνίας, πρέπει ν᾿ ἀπολυμαίνεται ὅταν προηγουμένως ἔχει περάσει ἀπό τό στόμα ἑνός Κώστα ᾿Αξελοῦ.

Ὅλες οἱ λέξεις, ὄντας ὑπηρέτες της έξουσίας, ἔχουν μέ τήν ἐξουσία τὴν ἴδια σχέση που ἔχει μαζί της τό προλεταριάτο· κι ὅπως ἐκεῖνο εἶναι κι αὐτές ἐργαλεῖο καί φορέας τῆς μελλοντικῆς ἀπελευθέρωσης. Κακόμοιρε Ρεβέλ! Δέν ὑπάρχουν ἀπαγορευμένες λέξεις. Στό γλωσσικό σύστημα, ὅπως θα γίνει καί παντοῦ ἀλλοῦ, ὅλα ἐπιτρέπονται. Αν ἀπαγορεύσουμε τή χρήση μιᾶς λέξης ἀρνούμαστε ἕνα ὅπλο, πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἀντίπαλοί μας.

Το λεξικό μας θά ‘ναι σάν ἕνας κώδικας, μέ τόν ὁποῖο θά μποροῦμε ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσουμε τίς πληροφορίες καί νά κομματιάσουμε το ἰδεολογικό πέπλο πού κρύβει τήν πραγματικότητα. Θα δώσουμε τίς ἐφικτές μεταφράσεις πού ἐπιτρέπουν να κατανοήσουμε τίς διάφορες πλευρές τῆς κοινωνίας τοῦ θεάματος, καί θά καταδείξουμε πῶς τά ἐλάχιστα δείγματα (τά ἐλάχιστα σημεία) συνεισφέρουν στη συντήρηση αὐτῆς τῆς κοινωνίας.

Εἶναι κατά κάποιον τρόπο ἕνα δίγλωσσο λεξικό, γιατί κάθε λέξη ἔχει τό «ἰδεολογικό» νόημα τῆς ἐξουσίας καί τό πραγματικό νόημα – ἐκεῖνο πού πιστεύουμε ὅτι ἀντιστοιχεῖ στήν πραγματική ζωή κατά τή σημερινή ἱστορική φάση. Μ’ αὐτό τόν τρόπο μποροῦμε να προσδιορίζουμε σέ κάθε βῆμα τίς διάφορες θέσεις τῶν λέξεων μέσα στόν κοινωνικό πόλεμο.

Αν γιά τήν ἰδεολογία τό πρόβλημα εἶναι νά γνωρίσει μέ ποιόν τρόπο κατεβαίνει κανείς ἀπό τόν οὐρανό τῶν ἰδεῶν στόν πραγματικό κόσμο, τό λεξικό μας θα ‘ναι συνεισφορά στήν ἐπεξεργασία τῆς κοινούργιας ἐπαναστατικῆς θεωρίας πού τό πρόβλημά της εἶναι να γνωρίσει πῶς μποροῦμε να περάσουμε ἀπό τή γλώσσα στή ζωή.

Η πραγματική οἰκειοποίηση τῶν λέξεων πού ἐργάζονται δέν μπορεῖ να γίνει πραγματικότητα ἔξω ἀπό τήν ἰδιοποίηση τῆς ἴδιας τῆς ἐργασίας.

Ἡ νίκη τῆς ἀπελευθερωμένης, δημιουργικῆς δραστηριότητας θα φέρει τη νίκη τῆς ἐπιτέλους ἀπελευθερωμένης αὐθεντικῆς ἐπικοινωνίας καί ἡ διαφάνεια τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων θ᾽ ἀντικαταστήσει τήν φτώχια στην ὁποία ὑποχρεώνονται οἱ λέξεις μέσα στο παλιό καθεστώς τῆς καταχνιάς.

Οἱ λέξεις δέν θα πάψουν να ἐργάζονται ὅσο θά ἐργάζονται οἱ ἄνθρωποι.

Μουσταφά Καγιάτι

 

Πηγή εξωφύλλου:https://www.hildegoesasger.org/

Πηγή: <radioparasita.org – I.S. – Το ξεπέρασμα της τέχνης

Αρχική πηγή: Internationale Situationniste #10 , Μάρτιος 1966

Creative Commons License
Except where otherwise noted, the content on this site is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial-ShareAlike 4.0 International License.
Όλα τα περιεχόμενα αυτού του δικτυακού τόπου είναι ελεύθερα προς αντιγραφή, διανομή, προβολή και μεταποίηση, αρκεί να συνεχίσουν να διατίθενται, αυτά και τα παράγωγα έργα που πιθανώς προκύψουν, εξίσου ελεύθερα, υπό τους όρους της άδειας χρήσης.